Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Πόλεις και μνημεία της Μακεδονίας (Β' Μέρος)



ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1900
Τα κτίρια της εποχής αναδεικνύουν μια πληθωρική αρχιτεκτονική, που συχνά συνδυάζει το νεοκλασικισμό με εκλεκτικιστικά στοιχεία και μπαρόκ διακοσμήσεις οθωμανικής σύλληψης. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής είναι το Τελωνείο με τις έντονες γαλλικές επιδράσεις, 
Το κτίριο του τελωνείου του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, έργο του αρχιτέκτονα Ε. Μοδιάνο, 1910
η Οθωμανική Τράπεζα (σημερινό Κρατικό Ωδείο) και ο Στρατώνας. Το Διοικητήριο με την αυστηρή του μεγαλοπρέπεια εκφράζει τις διαθέσεις αλλά και την πυγμή μιας εξουσίας που απειλείται.
Το Διοικητήριο (Κονάκι του βαλή) (σχέδιο του V. Poselli) είναι σήμερα το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος
Η συνάντηση στοιχείων από το Βυζάντιο, την Αναγέννηση, το Ισλάμ και τέλος το πάντρεμά τους με το κλασικισμό, τόσο χαρακτηριστικό για την Θεσσαλονίκη, κορυφώνεται στο επιβλητικό αλλά και χαριτωμένο Yeni Cami. 
Το σχεδίασε ο αρχιτέκτονας V. Poselli και χρησιμοποιήθηκε και ως αρχαιολογικό μουσείο, 1902
ΤΟ BOULEVARD HAMIDYE
Η μεγάλη λεωφόρος Boulevard Hamidye (σημερινή Εθνικής Αμύνης) τελείωνε με το Σιντριβάνι, δώρο του Σουλτάνου που την οραματίστηκε, του Αβδούλ Χαμίτ. Για πολλά χρόνια θυμούνταν στην πόλη πώς στα εγκαίνια του ανάβλυσε σιρόπι από κεράσι.
Η λεωφόρος, γνωστή και ως τα «Βασιλικά» καθώς όλα σχεδόν τα κτίρια της ανήκαν στον Σουλτάνο, φιλοξενούσε τα ξένα προξενεία, πολυτελείς επαύλεις και καφενεία, καθώς και την περίφημη τουρκική Σχολή Ιδαδιέ (σημερινό κτίριο Πανεπιστημίου). Με το όνομα της λεωφόρου ήταν γνωστή στους Τούρκους και όλη η καινούργια παραλιακή συνοικία που οι Έλληνες αποκαλούσαν «Πύργους» ή συνοικία «των Εξοχών».
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΠΥΡΓΩΝ
H πρώτη συνοικία που χαράχθηκε εκτός των τειχών και αντιπροσωπεύει την καινούργια ευρωπαϊκή Θεσσαλονίκη είναι η «συνοικία των Εξοχών» (ή «Πύργοι»). Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες, σπουδασμένοι στην Ευρώπη και την Κωνσταντινούπολη, χτίζουν εδώ πολυτελείς βίλες για πλούσιους Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους, Ντονμέδες και Φραγκολεβαντίνους. 
Η βίλα Χατζηλαζάρου (σημ. οικία Σιάγα) που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ξ. Παιονίδης, 1890
Οι παραλιακές επαύλεις διέθεταν μάλιστα μικρές ιδιωτικές προβλήτες για τα μπάνια του καλοκαιριού. Τεχνίτες (μάστορες, γυψαδόροι, κλπ.) έρχονταν στη Θεσσαλονίκη εποχιακά όπως τα παλιά σινάφια. Aνάμεσά τους ξεχωρίζει ο μάστορας Γ. Σιάγας και οι γιοί του, που κατασκεύασαν την «Κάζα Μπιάνκα»,
και τον «Κόκκινου Πύργου» για την οικογένεια Γεωργιάδη από τη Σιάτιστα.
Η βίλα Μορντώχ που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ξ. Παιονίδης είναι σήμερα δημοτικό μέγαρο
Οι Αλλατίνι ήταν η πιο διακεκριμένη οικογένεια της εβραϊκής κοινότητας αλλά και ολόκληρης της πόλης. Ο Paul Lindau που επισκέφθηκε την έπαυλή τους το 1888, θυμάται ότι «το προαύλιο, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα μέλη της οικογένειας Αλλατίνι για να χαιρετήσουν τους καλεσμένους τους, ήταν ολότελα φωτισμένο από πολλούς φορητούς λυχνοστάτες, με έξι λαμπάδες ο καθένας, στημένους σε όλα τα σημεία της αυλής. Στην είσοδο μας υποδέχθηκε ένα πλήθος υπηρέτες... Αρβανίτες με την χαρακτηριστική τους φουστανέλα... Τα νεαρά μέλη της οικογένειας, που είχαν ανταλλάξει τις ωραίες ενδυμασίες των προγόνων τους με τα άνοστα φραγκικά ρούχα, μας οδήγησαν από μια φαρδιά σκάλα, στρωμένη με εντυπωσιακά ωραία, παχιά χαλιά στην θαυμάσια φωτισμένη αίθουσα των τελετών στον πρώτο όροφο...».
Η έπαυλη Αλλατίνι στεγάζει σήμερα τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης
Ο Lindau εντυπωσιάζεται ακόμη από τους ξενώνες της έπαυλης, που βρίσκονταν στην αυλή, και παραληρεί για την θέα στον Θερμαϊκό, την θέα που, 20 χρόνια αργότερα, ο απογοητευμένοςΑβδούλ Χαμίτ θα ατενίζει με τις ώρες, εξόριστος και φυλακισμένος στην βίλα Αλλατίνι μετά την αποτυχία της επανάστασής του.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1900
Με δωρεές αθηναϊκών συλλόγων και ευεργετών χτίζεται, αυτή την εποχή, μια σειρά από κτίρια της Ελληνικής κοινότητας, κυρίως σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα (Παπάφειο Ορφανοτροφείο, Χαρίσειο Νοσοκομείο, Χαρίσειο Γηροκομείο, Σχολή Κωνσταντινίδη κ.ά.), 
Το «Ελληνικό Σχολείο» της Θεσσαλονίκης που λειτούργησε και ως «Οικοκυρική Σχολή», 1893
καθώς και το μεγάλο συγκρότημα στη Μητρόπολη Αγίου Γρηγορίου Παλαμά 
Η μητρόπολη του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ε. Ziller, 1890-1893
που περιλάμβανε τη μητροπολιτική κατοικία, το γυμνάσιο, το διδασκαλείο και το ελληνικό προξενείο. 
Το ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, του αρχιτέκτονα E. Ziller, στεγάζει σήμερα το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, 1893
Σημείο μιας κοινότητας που αρχίζει να κάνει την παρουσία της αισθητή με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ο λιτός νεοκλασικισμός που διακρίνει τα περισσότερα από αυτά τα κτίρια αντιγράφει τον αντίστοιχο ρυθμό της ελεύθερης Αθήνας.

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1900
Κατά μήκος της καινούργιας λεωφόρου Σααμπρή πασά (σημερινή Βενιζέλου) και έως την πλατεία Ελευθερίας εκτείνεται το εμπορικό και ψυχαγωγικό κέντρο της πόλης. 
Το νηματουργείο των Εβραίων αδελφών Σαϊας, 1873-1917, Θεσσαλονίκη, αρχείο Γ. Μέγα
Μια σειρά από νέα εμπορικά καταστήματα (Τίριγγ, Στάιν) δίνουν το στίγμα της ευρωπαϊκής ακμάζουσας Θεσσαλονίκης που αναδύεται αυτή την εποχή. Μεγάλες στοές (Σαούλ, Κύρτση) χτίζονται για να στεγάσουν έδρες ναυτιλιακών και ασφαλιστικών εταιριών, γραφεία βιομηχανικών συγκροτημάτων, υποκαταστήματα εμπορικών οίκων του εξωτερικού και διάφορα εργαστήρια. 
Στοά Σαούλ
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η βιομηχανική αρχιτεκτονική που αναπτύσσεται (το 1912 υπήρχαν 33 εργοστάσια στην πόλη). Ο μνημειακός χαρακτήρας ζυθοποιείων, νηματουργείων και μύλων ακολουθεί το πνεύμα που κυριαρχεί στην πόλη.
Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΟΥ 1917
Ξεκινώντας από ένα σπίτι στην αρχή της οδού Αγίου Δημητρίου, η πυρκαγιά ερείπωσε, με την βοήθεια του Βαρδάρη, 1.000.000 τ.μ. δομημένης επιφάνειας, 9.500 σπίτια και τους περισσότερους ναούς, τράπεζες, σχολεία, τυπογραφεία, ξενοδοχεία και καταστήματα. Άφησε 72.000 άστεγους, τα δύο τρίτα των οποίων ήταν Εβραίοι. Η πυρκαγιά κατέστρεψε την παραδοσιακή, κοσμοπολίτικη τοπογραφία της πόλης, ενώ άνοιξε το δρόμο για το πολεοδομικό θαύμα του Σχεδίου Hebrard.
Από τις «Σελίδες αυτοβιογραφίας» του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου: «Την άλλη μέρα, 6 Αυγούστου, ανήμερα της γιορτής του Σωτήρα, η Θεσσαλονίκη είχε μπει, για μια ακόμη φορά, στην ιστορία. Εκεί όπου άλλοτε απλώνονταν οι λαβύρινθοι των εβραϊκών συνοικιών, υπήρχαν τώρα μονάχα πέτρες και πυρωμένη στάχτη. Στην άλλη περιοχή, όπου υψώνονται τα μεγάλα καταστήματα και τα ξενοδοχεία, τραγικά ερείπια θύμιζαν την παλιά τους δόξα. Κι όλα τούτα τα θλιβερά κατάλοιπα μιας πλούσιας μεγάλης πολιτείας, ήσαν τυλιγμένα σε βαριά σύννεφα καπνού. Στα βαθιά τους υπόγεια η χόβολη είχε συντηρηθεί για πολλούς μήνες μετά την φωτιά, και, καθώς διαπιστώθηκε αργότερα, τόση ήταν η δύναμη τούτης της φωτιάς, ώστε όλα τα γυάλινα είδη είχαν λιώσει και μέσα στα χαλάσματα των ζαχαροπλαστείων μπορούσε κανείς να διακρίνει τα βάζα με τις καραμέλες, που είχαν μεταβληθεί σε μια μάζα από καμένη ζάχαρη και γυαλί. Η τεράστια αυτή έκταση της συμφοράς πήρε το όνομα τα Καμένα. Τούτα τα Καμένα είχαν μεταβληθεί σε μια καινούργια Πομπηία, όπου την ημέρα δούλευαν συνεργεία ανασκαφών και τις νύχτες βρίσκανε άσυλο οι αλήτες, οι κακοποιοί και οι ερωτευμένοι».
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ HEBRARD
Καταστρωμένο από μια Διεθνή Επιτροπή (υπό τον αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο Ε. Hebrard και μέλη, μεταξύ άλλων τους αρχιτέκτονες Α. Ζάχο και Κ. Κιτσίκη), το σχέδιο παραμέρισε τις μνήμες τις Ανατολής προς χάριν μιας ευρωπαϊκής μορφολογίας με νεοβυζαντινά στοιχεία. Παράλληλα, δημιούργησε μια τοπογραφία προσαρμοσμένη στις κοινωνικές, οικονομικές και πολεοδομικές απαιτήσεις μιας βιομηχανικής μεγαλούπολης με κανονικά οικοδομικά τετράγωνα και πλατιές λεωφόρους. Η εφαρμογή του φημίστηκε παγκόσμια ως «το μεγαλύτερο επίτευγμα της ευρωπαϊκής πολεοδομίας του 20ού αιώνα», και έφτιαξε την όμορφη, ελληνική Θεσσαλονίκη που η άναρχη μεταπολεμική ανοικοδόμηση αφάνισε.
Η πλατεία Αριστοτέλους είναι το μόνο οικοδομικό συγκρότημα που διατηρεί το αρχιτεκτονικό όραμα του Ε. Hebrard, 1921
Η ΠΟΛΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1922
Η καθιέρωση της οριζόντιας, ομοιογενούς και απρόσωπης δόμησης, η ανέγερση της Πανεπιστημιούπολης στο χώρο των παλιών εβραϊκών νεκροταφείων και η επέκταση της προκυμαίας στις μεταπολεμικές δεκαετίες καθόρισαν την φυσιογνωμία της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Την ίδια εποχή, οι νέες συνοικίες του Μεσοπολέμου αρχίζουν να αφομοιώνονται αρχιτεκτονικά και ρυμοτομικά στην τσιμεντένια διευρυμένη πόλη που, στερημένη από πάρκα, πλατείες και λεωφόρους, γίνεται ανθρώπινη και γλυκιά για τους κατοίκους της κυρίως επειδή βλέπει στον χαρισματικό Θερμαϊκό, το κατ' εξοχήν σημείο αναφοράς της.

ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ
Φέροντας ονόματα που συχνά παραπέμπουν στις χαμένες πατρίδες (Νέα Βάρνα, Σαράντα Εκκλησιές, Νέο Κορδελιό κ.ά.) μια σειρά συνοικιών δημιουργούνται στην περιφέρεια της παραδοσιακής πόλης, στα δυτικά μετά την αποξήρανση των ελών και λιμνών πέρα από τον Βαρδάρη (1930) και με την επέκταση του ανατολικού τομέα (Αρετσού). Παραγκουπόλεις οι περισσότερες, δομήθηκαν ποικιλότροπα αλλά κυρίως πρόχειρα και πυκνά, για να στεγάσουν 100.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Πόντο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφυγικού οικισμού αποτελεί η Καλαμαριά, ολόκληρος δήμος στις μέρες μας, που ο δυναμισμός και η εργατικότητα των Ποντίων δημιούργησαν. 
Προσφυγική παράγκα στον οικισμό της Καλαμαριάς στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, 1922-1930
ΚΑΒΑΛΑ
Από την αρχαία Νεάπολη, το επίνειο των Φιλίππων όπου αποβιβάστηκε ο απόστολος Παύλος, έως τη βυζαντινή Χριστούπολη, το τελευταίο οχυρό αντίστασης εναντίον των ποικιλώνυμων επιδρομών, η πόλη οχυρώνεται από τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο για να λεηλατηθεί το 14ο αιώνα από άτακτα μπουλούκια Οθωμανών. Από το 15ο αιώνα με το νέο της όνομα, Καβάλα, η πόλη με τη στρατηγικής σημασίας θέση γνωρίζει για μία ακόμη φορά οικονομική ευημερία και πολιτιστική άνθηση.
Λιθογραφία με άποψη της πόλης της Καβάλας από τη θάλασσα, 19ος αιώνας
16ος-19ος ΑΙΩΝΑΣ
Στα μέσα του 16ου αιώνα ο Γάλλος φυσιοδίφης Pierre Bellon περιέγραψε τα τείχη, τα λουτρά, τα τεμένη και το υδραγωγείο της Καβάλας που χτίστηκαν στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς αλλάζοντας τη φυσιογνωμία της πόλης, η οποία έως τότε αποτελούσε σταθμό αλλαγής αλόγων μετά την καταστροφή της το 1391 από τους Τούρκους.
Λόγω της ετυμολογίας της λέξης, ο Bellon πίστευε ότι η Καβάλα ιδρύθηκε στη θέση της πόλης Βουκέφαλα και ότι συνοικίστηκε (γύρω στα 1520-1530) αρχικά από Εβραίους ουγγρικής προέλευσης οι οποίοι πλαισιώθηκαν από Έλληνες και Μουσουλμάνους. Το 17ο αιώνα, ο Εβραίος περιηγητής Ελιγιά Τσελεμπή ετυμολογεί το όνομά της από τον Κάβαλο, γιο του Φιλίππου, ενώ ο Γάλλος φιλέλληνας Charles Sonnini παρατηρεί το 1780 ότι ο βράχος πάνω στον οποίο συνωστίζονταν ακόμη τα σπίτια της πόλης έμοιαζε με άλογο. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Καβάλα είχε εξελιχθεί σε κέντρο του γαλλικού εμπορίου με στενές σχέσεις με τη Μασσαλία και την Κωνσταντινούπολη. Είχε ήδη πέντε συνοικίες με 900 σπίτια (τα περισσότερα τουρκικά), αλλά κανένα καφενείο. Όμως, έξω από την οχυρωμένη χερσόνησο, χτίζονταν βαμβακαποθήκες, που μαζί με τα πανδοχεία και το τελωνείο διαμόρφωναν σταδιακά το χώρο του μεταγενέστερου εμπορικού κέντρου της πόλης.
19ος ΑΙΩΝΑΣ
Ενώ οι εμπορικές δραστηριότητες απλώνονταν εκτός των τειχών, το διοικητικό κέντρο (οικία του Τούρκου φρουράρχου) συνέχιζε να βρίσκεται στην οχυρωμένη ορεινή χερσόνησο. Σε χώρο μικρότερο των 100.000 τ.μ. ζούσαν στοιβαγμένοι 2.000-3.000 κάτοικοι. Στην άκρη βρισκόταν η μικρή ελληνική συνοικία της Παναγίας (στη θέση της βυζαντινής Χριστούπολης). Στην παλιά πόλη γεννήθηκε και ο μετέπειτα αντιβασιλέας της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη. Στις μέρες της δόξας του, το 1812, έχτισε στη θέση του αρχαίου ναού της Παρθένου πτωχοκομείο, το Ιμαρέτ, το κοινώς λεγόμενο τεμπελχανές, που αργότερα λειτούργησε ως ιερατική σχολή (μενδρεσές).
Η ελληνική εμπορική κοινότητα, που από τα μέσα του 19ου αιώνα έχει αυξηθεί σημαντικά, χτίζει νέες εκκλησίες (Άγιος Ιωάννης 1865-1867), εκπαιδευτικά ιδρύματα (π.χ. «Παρθεναγωγείο»), νοσοκομεία (π.χ. «Ευαγγελισμός»), αλλά και επιβλητικά αρχοντικά. Το κερδοφόρο εμπόριο του καπνού έχει ήδη αρχίσει να προσελκύει συνεχώς αυξανόμενο αριθμό Χριστιανών.
ΑΡΧΕΣ 20ού ΑΙΩΝΑ
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Καβάλα αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό. Οι εξαγωγές καπνών βρίσκονται στο απόγειό τους (περίπου 10.000 τόνοι ετησίως) φτάνοντας την αξία των δύο εκατομμυρίων στερλινών σχεδόν. Τα καπνομάγαζα πλημμυρίζουν με εποχιακούς εργάτες από όλη την ανατολική Μακεδονία. Η ελληνική κοινότητα, που αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού, ακμάζει. Φιλόπτωχα και φιλεκπαιδευτικά σωματεία ανδρών και γυναικών, λέσχες, νοσοκομεία, γυμναστικοί σύλλογοι, τυπογραφεία και ελληνικά εκπαιδευτήρια κάθε βαθμίδας ιδρύονται και ευημερούν μέσα σε μια πόλη που σφύζει από ζωή και εθνικό παλμό (δημοσιογραφικό όργανο του Αγώνα η εφημερίδα «Σημαία»). Με οργανωτικό κέντρο το ελληνικό υποπροξενείο της, η ακμάζουσα Καβάλα συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα τόσο με την οργάνωση ανταρτικών ελληνικών σωμάτων, όσο και ως σταθμός μεταφοράς και διοχέτευσης πολεμοφοδίων και όπλων.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Μετά τη σύντομη βουλγαρική κατοχή (από 27.10.1912) η πόλη ελευθερώθηκε κι ενσωματώθηκε στο Ελληνικό κράτος (26.6.1913). Η πόλη απλωνόταν επιβλητική και στην παραλία, όπου συγκεντρώνονταν τα πολυάριθμα καπνομάγαζα. Μέσα σε ένα αιώνα ο πληθυσμός της είχε δεκαπλασιαστεί και η οικονομική ευρωστία του ήταν πασιφανής. Η αλλαγή της ροής της εμπορικής κίνησης στα τέλη του 19ου αιώνα και η απομόνωση του λιμανιού της Καβάλας από το σιδηροδρομικό δίκτυο δεν είχε επηρεάσει την κίνηση των εξαγωγών που διατήρησαν τους υψηλούς ρυθμούς τους. Ο εκσυγχρονισμός και η ευημερία της πόλης, που τα επόμενα χρόνια εύκολα απορρόφησε 25.000 πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, διακόπηκαν μόνον από την εξαθλίωση που προκάλεσαν οι βουλγαρικές κατοχές στη διάρκεια των δύο Παγκόσμιων πολέμων. 
Ο εορτασμός των Θεοφανείων στην Καβάλα το 1928, Αθήνα, αρχείο Εστίας Νέας Σμύρνης
ΣΙΑΤΙΣΤΑ
Στη νότια πλαγιά του όρους Βέλια, που αποτελεί συνέχεια του Σινιάτσικου είναι χτισμένη η Σιάτιστα. Ο αρχικός οικισμός πρέπει να διαμορφώθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα μετά την οθωμανική κατάκτηση και τη συνακόλουθη απόσυρση των Χριστιανών στα ορεινά της περιοχής. Ήδη από το 1600 η Σιάτιστα είχε εξελιχθεί σε κωμόπολη με αξιόλογη βιοτεχνική παραγωγή. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την υφαντουργία, τη γουνοποιία, την αμπελοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία, ενώ η έμπορο-αγωγιάτικη δραστηριότητά τους έφτανε μέχρι την κεντρική Ευρώπη (Βουδαπέστη, Βιέννη) αλλά και τη Βενετία και τη Ρωσία. Το 1697 η πόλη έγινε έδρα της μητρόπολης Πρεσπών και Αχρίδας. Το 18ο και 19ο αιώνα εξαιτίας του πλούτου της δέχτηκε συχνές επιθέσεις Τουρκαλβανών, ενώ η οικονομική της ευμάρεια κλονίστηκε με την πτώχευση πολλών εμπορικών οίκων της μετά την καταστροφή της Αυστρίας (γύρω στο 1800). Οι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό έμποροι από τη Σιάτιστα συνέβαλλαν με δωρεές (από τον 18ο αιώνα) στη συντήρηση σχολείων και τη σύσταση βιβλιοθηκών στη γενέτειρα τους απ’ όπου προήλθαν σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων αλλά και των απελευθερωτικών αγώνων του 19ου και του 20ού αιώνα.
ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ
Τα περισσότερα και πλουσιότερα, σωζόμενα, αρχοντικά της Σιάτιστας χρονολογούνται στο β’ μισό του 18ου αιώνα και το 19ο αιώνα. Χτισμένα από πλούσιους εμπόρους της Σιάτιστας) στις δύο συνοικίες της πόλης (τη Γεράνεια και τη Χώρα), έχουν ορθογώνια κάτοψη (που σπάει σε σχήμα Γ ή Π) και πλούσια διακοσμημένους τους άνετους χώρους στους ορόφους τους. Η χαμηλή είσοδος, που βρίσκεται συνήθως στο νότιο τοίχο, οδηγεί σε μια εσωτερική πλακόστρωτη αυλή («εμπατή» ή «μεσιά») γύρω από την οποία βρίσκονται οι διάφοροι βοηθητικοί χώροι (αποθήκες, κατώι κ.ά.). Ένα πέτρινο κλιμακοστάσιο επικοινωνεί με το μεσαίο πάτωμα και ένα δεύτερο με τον επάνω όροφο. Στο μεσαίο όροφο γύρω από ένα εσωτερικό ξύλινο εξώστη διατάσσονται ο «ηλιακός» (κύριος χώρος υποδοχής) και οι χώροι χειμερινής διαμονής («καλοί ή μπας-οντάδες» και «χειμωνιάτικα»). Στον επάνω όροφο γύρω από το «ανώι» (κεντρικός χώρος) διαμορφώνονται τα καλοκαιρινά δωμάτια («καφέ-οντάδες», «καλοί ή μπας-οντάδες» και «χειμωνιάτικα»), δεξιά και αριστερά των οποίων δημιουργούνται διάδρομοι, το «αναγκαίο» (τουαλέτα) και βοηθητικοί χώροι. Εξωτερικά τα αρχοντικά έχουν φρουριακή όψη καθώς το χαμηλότερο τμήμα τους (ισόγειο, μεσαίος όροφος) είναι ντυμένο με ανεπίχριστους λίθους, έχει λίγα σιδερόφρακτα παράθυρα και πολεμίστρες. Αντίθετα, ο επάνω όροφος είναι μία ελαφριά ξύλινη επιχρισμένη κατασκευή με «σαχνισιά» (στεγασμένες προεξοχές) στις γωνίες και μεγαλύτερα ανοίγματα (παράθυρα και φεγγίτες).
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΑΝΟΥΚΩΣ
Το αρχοντικό της Σανούκως βρίσκεται στη συνοικία της Χώρας και χρονολογείται στο 1742, σύμφωνα με την επιγραφή στον «καλό όντα». Η αντίσταση της δυναμικής ιδιοκτήτριας του αρχοντικού, της κυρά-Σανούκως, στην επιδρομή των Τουρκαλβανών το 1784 έχει καταγραφεί και σε τοπικό δημοτικό τραγούδι. Τα δωμάτια του ορόφου διακοσμούνται με γύψινους φεγγίτες, και με ζωγραφισμένα ξυλόγλυπτα ταβάνια. Στον «καλό οντά» οι τοιχογραφίες έχουν φυτικά και συμβολικά θέματα ενώ ανάμεσα στους πραγματικούς φεγγίτες υπάρχουν και ζωγραφισμένες απομιμήσεις τους.
Ο φεγγίτης και τμήμα της εσωτερικής διακόσμησης από τον «καλό οντά», 1742
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΥΛΚΩΣ
Στη συνοικία της Γεράνειας βρίσκεται το αρχοντικό της Πούλκως (ή Πουλκίδη) και, όπως δηλώνει η επιγραφή πάνω από την είσοδο, άρχισε να χτίζεται το 1752. Ο τοίχος της πρόσοψης, στο τμήμα κάτω από τη στέγη, διακοσμείται με σχηματοποιημένα διακοσμητικά μοτίβα (ρόδακες, αστέρια) και ένα καράβι. Στα δωμάτια του ορόφου σώζονται γύψινοι φεγγίτες με πολύπλοκα σχέδια από χρωματιστά γυαλιά (vitraux). 
Τμήμα πρόσοψης (ανάμεσα στους φεγγίτες υπάρχουν ζωγραφισμένοι ρόδακες και ένα καράβι, 1752-1759)
Επίσης, εξαιρετικής τέχνης είναι και η γύψινη διακόσμηση τζακιού σε δωμάτιο του ορόφου. Από τις ζωγραφικές παραστάσεις ξεχωρίζει αυτή με την παράσταση της Κωνσταντινούπολης, όπου πιθανόν αποδίδεται η πολιορκία της από τους Τούρκους. 
Τοιχογραφία με παράσταση της Κωνσταντινούπολης, από το «μεσημβρινό οντά» του 3ου ορόφου, 1798
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΝΕΡΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Το αρχοντικό του Νεραντζόπουλου (ή Χατζηγιαννίδη) βρίσκεται στην πλατεία της Χώρας. Σύμφωνα με την επιγραφή της πρόσοψης χτίστηκε το 1754 από τον Χατζηγιαννίδη, που ήταν έμπορος στη Βουδαπέστη (μεταγενέστερος ιδιοκτήτης του ο Νερατζόπουλος). Εντυπωσιακή είναι η ξυλόγλυπτη διακόσμηση και οι γύψινοι φεγγίτες του αρχοντικού. Από την ξύλινη οροφή του κεντρικού χώρου («ηλιακού») του μεσοπατώματος κρέμονται ολόγλυφα ένα πεπόνι και ένα κομμένο καρπούζι. 
Ο «ηλιακός» με πλούσια ζωγραφική και ξυλόγλυπτη διακόσμηση, 1754-1755
Στους φεγγίτες, εκτός από τα όμορφα γύψινα πλαίσια, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εγχάρακτα σχέδια, οι επιγραφές και τα στιχουργήματα. Φιλοτεχνημένα πάνω σε καπνισμένο γυαλί, τα τελευταία είναι γραμμένα σε αρχαΐζουσα γλώσσα και εξυμνούν το κάλλος και τη μεγαλοπρέπεια του σπιτιού. 
Φεγγίτης με διακόσμηση από χρωματιστά γυαλιά (vitraux) και επιγραφή, από το δεύτερο όροφο, 1755
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΝΑΤΣΟΥΛΗ
Το αρχοντικό του Κανατσούλη (ή Χατζημιχαήλ) βρίσκεται στη Χώρα. Χτίστηκε το 1757 (σύμφωνα με επιγραφή) από τον Νίκο Χατζημιχαήλ, μέλος ισχυρής εμπορικής οικογένειας της Σιάτιστας, η οποία έδρασε στη Βιέννη και άλλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης. 
Τοιχογραφία με το μύθο του Απόλλωνα που σκότωσε με τα βέλη του τον Πύθωνα, «Πάνθεον», 1811
Στο αρχοντικό του Χατζημιχαήλ βρίσκεται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σύνολα της λαϊκής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, που επιγραφή το χρονολογεί στο 1811. Στο δωμάτιο του μεσοπατώματος, που ονομάζεται «Πάνθεον», απεικονίζονται μυθολογικές σκηνές, βασισμένες στο εγχειρίδιο της μυθολογίας του Κοζανίτη λόγιου Χαρίση Μεγδάνη καθώς και τα πορτραίτα του ιδιοκτήτη, της γυναίκας του και μιας ακόμη ανδρικής μορφής που ίσως ανήκει σε συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας. 
Τοιχογραφία με το μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, από το «Πάνθεον», 1811
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΛΙΟΓΚΑ
Το αρχοντικό του Μαλιόγκα (ή Αργυριάδη) βρίσκεται δίπλα στο αρχοντικό του Νεραντζόπουλου (ή Χατζηγιαννίδη). Από την παράδοση η οικοδόμησή του χρονολογείται στα 1759. Επιγραφή στο δωμάτιο του ορόφου χρονολογεί τις μετασκευές και ένα μέρος της ζωγραφικής διακόσμησης στο 1844. 
Τοιχογραφία με παράσταση της Φραγκφούρτης, από δωμάτιο του ισογείου, 1844
Οι τοιχογραφίες του σπιτιού σχετίζονται με τις ενασχολήσεις του ιδιοκτήτη καθώς και με τις πολιτικές του ιδέες. Μεγάλη τοιχογραφία σε δωμάτιο του ισογείου παριστάνει τη Φραγκφούρτη, ενώ στον κεντρικό χώρο του ορόφου παριστάνεται ένας αυστριακός ουσάρος. Στο ισόγειο επίσης απεικονίζονται δύο ανδρικές μορφές που τα χαρακτηριστικά τους μοιάζουν με εκείνα του Ρήγα Φεραίου και του Λόρδου Βύρωνα.
Τοιχογραφία με παράσταση έφιππου αυστριακού ουσσάρου, από τον «ηλιακό», 1844
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΣΗ
Το αρχοντικό του Μανούση βρίσκεται στη Χώρα και χρονολογείται με επιγραφή στην πρόσοψή του στο 1762/63. Η κατασκευή του σπιτιού και η πλούσια διακόσμησή του αντικατοπτρίζουν τον πλούτο της οικογένειας Μανούση που είχε δημιουργήσει έναν από τους ισχυρότερους εμπορικούς οίκους της Σιάτιστας στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Εξαιρετικής ποιότητας ξυλόγλυπτα στολίζουν τους χώρους στο μεσοπάτωμα και στον όροφο. Η πλούσια σε θεματική ποικιλία ζωγραφική διακόσμηση (απεικονίσεις πόλεων, βουνά της Ελλάδας ανάμεσα σε ανθοδοχεία, συμβολική παράσταση πουλιού με φίδι) καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των τοίχων και των επιφανειών με ξυλεπένδυση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραστάσεις του Άθωνα με τη μονή Βατοπεδίου και του Σινιάτσικου όρους με σπίτι και πύργο απεικονίζεις ίσως συγκεκριμένων κτιρίων της Σιάτιστας. 
Ταβάνι με πλούσια ξυλόγλυπτη και ζωγραφική διακόσμηση, από δωμάτιο του ορόφου, 1762-1763
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΖΗ
Το αρχοντικό του Κερατζή βρίσκεται στη Χώρα. Η χρονολογία οικοδόμησής του δεν είναι γνωστή. Οι τοιχογραφίες, που εντοπίζονται σε ένα από τα δωμάτια του ορόφου, αντιπροσωπεύουν την λαϊκή ζωγραφική του β' μισού του 19ου αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση της Κωνσταντινούπολης μέσα σε δάφνινο πλαίσιο που αντιγράφει χαλκογραφία της εποχής.
Υπάρχουν ακόμη παραστάσεις της Πύλης του Αδριανού και των Στύλων του Ολυμπίου Διός, θέματα που μας παραπέμπουν στην Αθήνα και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους. Η παρουσία του μαιάνδρου ανάμεσα στα άλλα διακοσμητικά μοτίβα δηλώνει επιδράσεις από το νεοκλασικισμό.

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΙΟΥΤΑΡΗ 
Το αρχοντικό του Λιούταρη (ή Καριοφίλη) βρίσκεται στη Γεράνεια. Η ακριβής χρονολογία οικοδόμησής του δεν είναι γνωστή, όμως πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εσωτερική ζωγραφική διακόσμηση παρουσιάζει νεοκλασικά στοιχεία. Εκτός από την παράσταση της Κωνσταντινούπολης, που δεν αποδίδεται χαρτογραφικά, όπως στις παραστάσεις στα αρχοντικά της Πούλκως και του Κερατζή, απεικονίζονται οι τέσσερις εποχές και οι αλληγορικές μορφές της μέρας και της νύχτας. Οι τοιχογραφίες αυτές είναι έργο του Χριστόδουλου Ζωγράφου από τη Σιάτιστα.
Τοιχογραφία με απεικόνιση της εποχής του «Χειμώνα», μέσα 19ου αι.
ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Μετά την τουρκική κατάκτηση (1386) τμήμα των Χριστιανών της Καστοριάς κατέφυγε στα γειτονικά βουνά, ενώ όσοι παρέμειναν στην πόλη περιορίστηκαν στο ανατολικό τμήμα του αυχένα της χερσονήσου. Οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν μέσα στα βυζαντινά τείχη προς τα νοτιά, ενώ αργότερα οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στις μουσουλμανικές και χριστιανικές συνοικίες προς τα νότια. Ζιαμέτι (τιμάριο) το 1519 και χάσι (σουλτανικό κτήμα) από το 1526/28, η Καστοριά ήταν έδρα καϊμακάμη (τοποτηρητή) και το 1875 έγινε έδρα καζά (υποδιοίκησης). Κύριος παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης του ελληνικού στοιχείου ήταν η κατεργασία και το εμπόριο της γούνας καθώς εμπορικοί οίκοι ιδρύθηκαν από τον 17ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και σε ευρωπαϊκές πόλεις (Βιέννη, Οδησσό). Η λειτουργία σχολείου (από το 1614), το πέρασμα ιεραποστόλων (όσιος Διονύσιος, Κοσμάς Αιτωλός) και οι επαφές με την Ευρώπη μέσω των εκεί αποδήμων βοήθησαν την πνευματική ανάπτυξη. Ένδειξη της ευμάρειας της πόλης είναι τα πολυτελή αρχοντικά που χτίστηκαν από τα τέλη του 17ου αιώνα έως και το 19ου αιώνα. Η συμμετοχή της Καστοριάς στην επανάσταση του 1822 παρεμποδίστηκε από το πέρασμα των οθωμανικών στρατευμάτων, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε σημαντική εστία του Μακεδονικού Αγώνα.
ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ
Ο Εβραίος περιηγητής Ελιγιά Τσελεμπή περιγράφει τα αρχοντικά του ελληνικού μαχαλά τον 17ο αιώνα: «... Είναι εύπορα σεράγια παράξενα και περίεργα. Όλα τα σπίτια στην όχθη της λίμνης έχουν παραπήγματα για να προφυλάγουν τα πλοία και 'σαχνισιά'. Τα σεράγια είναι αρχοντικά με λιμάνια, με πατώματα το ένα πάνω στο άλλο στον ρυθμό της Κωνσταντινούπολης». Τα πλούσια διακοσμημένα αυτά αρχοντικά της Καστοριάς που χτίστηκαν από πλούσιους εμπόρους από τα τέλη του 17ου έως και το 19ο αιώνα, έχουν κάτοψη που εξελίσσεται από απλό ορθογώνιο σε εγγεγραμμένο σταυρό μέσα σε τετράγωνο, χωρίς όμως να αλλάζει η διάταξη των χώρων και η λειτουργικότητά τους. Στο ισόγειο βρίσκονται οι βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι, στο μεσοπάτωμα ένας κεντρικός χώρος με το κλιμακοστάσιο και τα χειμωνιάτικα δωμάτια. Οι, συνήθως, δύο βασικοί καλοί «οντάδες» (καλοκαιρινοί) του ορόφου διατάσσονται γύρω από τον «δοξάτο» (κεντρικός χώρος υποδοχής) με τις «κρεββάτες» και τα «κιόσκια» (ιδιαίτερες υπερυψωμένες γωνιές με ξύλινα κιγκλιδώματα). Το ισόγειο και ο μεσαίος όροφος είναι πετρόκτιστα και με λίγα ανοίγματα (αεραγωγούς, μικρά παράθυρα), ενώ ο όροφος και τα «σαχνισιά» είναι κατασκευασμένος από ελαφρότερα υλικά (επιχρισμένος τσατμάς), ιδιαίτερα το τμήμα που έβλεπε στη λίμνη ή την εσωτερική αυλή, και φωτίζονται από διπλή σειρά παραθύρων.
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΤΣΙΑΤΣΑΠΑ
Το αρχοντικό του Τσιατσαπά βρίσκεται στη συνοικία Απόζαρι, στη βόρεια παραλία της λίμνης. Χτίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα από τον άρχοντα Μόραλη. Επισκευές πρέπει να έγιναν το 1754 από τον Τσιατσαπά, όπως φανερώνει επιγραφή σε τοίχο της νότιας πλευράς καθώς και σε τοιχογραφία «οντά». Πρόκειται για κτίριο μεγαλόπρεπο με ορθογώνια κάτοψη, τρεις ορόφους και ισόγειο. Πλούσια διακοσμημένοι, με τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτα, είναι οι χώροι του τρίτου ορόφου, αν και σε ορισμένα σημεία έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές. Εντυπωσιακές αλλά και σημαντικές για τη γνώση της λαϊκής ζωγραφικής είναι η τοιχογραφία μιας φανταστικής πόλης σε τοίχο του «δοξάτου» και η σχηματική παράσταση της Κωνσταντινούπολης στο νοτιοδυτικό δωμάτιο, χρονολογημένη με επιγραφή στα 1798.
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΝΤΖΗ
Το αρχοντικό του κυρ-Γιαννάκη Ναντζή βρίσκεται στη συνοικία Ντουλτσό, στη γειτονιά του Αγίου Νικολάου και πρέπει να κτίστηκε γύρω στα 1750. Σε ζωγραφισμένο πίνακα της ξύλινης επένδυσης δωματίου του δεύτερου ορόφου αναγράφεται η χρονολογία 1796. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη των χώρων και η κάτοψη του σπιτιού. Από ένα τετράπλευρο εξέχει ένα σκέλος σε αμβλεία γωνία. Στο ισόγειο διαμορφώνεται ένα υπόστεγο με τρεις κολώνες. Η είσοδος στον πρώτο όροφο γίνεται από εξωτερική σκάλα που κλείνει με καταπακτή. Τοιχογραφίες με φυτικά θέματα που συνδυάζονται με κτίρια, σώζονται στο μικρό θολωτό δωμάτιο με την επιχρισμένη και ζωγραφισμένη οροφή. Οι πιο πλούσια διακοσμημένοι χώροι είναι ο «δοξάτος» και ο «καλός οντάς» στο δεύτερο όροφο, όπου δεσπόζει η απεικόνιση της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα σε απεικονίσεις φυτικών και ζωικών θεμάτων (πουλιά, λιοντάρια) που επαναλαμβάνονται και στη ξυλόγλυπτη διακόσμηση.
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΪΒΑΖΗ
Το αρχοντικό του Νεράντζη Αϊβάζη βρίσκεται στη συνοικία Ντουλτσό και σήμερα λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο. Αν και δεν υπάρχουν επιγραφές που να χρονολογούν ακριβώς την οικοδόμησή του, αυτή θα πρέπει να τοποθετηθεί στο β’ μισό του 18ου αιώνα. Η κάτοψη του σπιτιού είναι διαμορφωμένη σε σχήμα Π, χωρίς τις συνήθεις προεξοχές («σαχνισιά»). Το σπίτι έχει ισόγειο, μεσοπάτωμα και όροφο. Στο μεσοπάτωμα, το λεγόμενο «εργαστήρι της γούνας» έχει ζωγραφισμένη την οροφή και το κοίλο γείσο κάτω από αυτή, με κτίρια σε τοπίο. Φυτικά θέματα κοσμούν τους τοίχους του «δοξάτου» στο δεύτερο όροφο καθώς και τους τοίχους του «καλού οντά», στον οποίο απεικονίζεται η «Βενετία κατά τη φαντασία του ζωγράφου». 
Η κεντρική «μουσάντρα» και η ζωφόρος με την τοιχογραφία της Κωνσταντινούπολης, από τον «καλό οντά» του ορόφου, β' μισό 18ου αιώνα.
ΕΡΑΤΥΡΑ
Χτισμένη σε προνομιακή θέση στους πρόποδες του Σινιάτσικου όρους, η Εράτυρα βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγεί από την Σιάτιστα στην Κοζάνη. Ο οικισμός διαμορφώθηκε τον 16ο αιώνα από πληθυσμούς των πεδινών της δυτικής Μακεδονίας που αναζήτησαν ασφαλέστερη κατοικία στα ορεινά. Γνωστή ως Σέλιτσα η πόλη είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό και απολάμβανε μια σχετική αυτονομία και ορισμένα προνόμια. Από το 1804 έως το 1820 αποτέλεσε τσιφλίκι του Αλή-πασά, οπότε και έγινε «βασιλικό κτήμα» για να αποκτήσει αργότερα (1846) την αυτονομία της στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων του «Τανζιμάτ». Η ευμάρειά της προκάλεσε επιδρομές άτακτων σωμάτων Τουρκαλβανών από τον 17ο έως το 19ο αιώνα. Οι κάτοικοι της Σέλιτσας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη βιοτεχνία (κυρίως με τη βυρσοδεψία), την αμπελουργία και το εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη, τη βόρεια Βαλκανική και χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Πολλοί, οργανωμένοι σε ισνάφια (συντεχνίες) «καλφάδων» (χτιστών), διακινούνταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η μετανάστευση (εποχιακή ή μη) και η εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων συνέβαλλαν στην πολιτιστική εξέλιξη της Σέλιτσας (μαρτυρείται λειτουργία σχολείου ήδη από τον 17ο αιώνα). Η εμπορευματοποίηση της οικονομίας από το 18ο αιώνα δημιούργησε μια νέα τάξη αστών-εμπόρων που οικοδομεί έως και τις αρχές του 20ού αιώνα αρχοντικά για να επιδείξει τον πλούτο της.
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
Τα αστικά σπίτια της Εράτυρας χτίστηκαν από οικογένειες με εισοδήματα που προέρχονταν από το εμπόριο και τη μετανάστευση. Τα παλαιότερα από τα αρχοντικά αυτά χρονολογούνται στον 18ο αιώνα και παρουσιάζουν ομοιότητες με τα σύγχρονά τους αρχοντικά της Σιάτιστας. Είναι διώροφα με κάτοψή σε σχήμα ορθογώνιο ή Γ. Στο ισόγειο γύρω από τη λιθόστρωτη «μεσιά» βρίσκονται ο «στρωτός» (καθημερινό-καθιστικό δωμάτιο) και ένα δεύτερο δωμάτιο για τις βοηθητικές λειτουργίες του σπιτιού, ενώ στην πίσω πλευρά του σπιτιού διαμορφώνεται το ημιυπόγειο και με λίγα ανοίγματα «κατώι», όπου φυλάσσονται τα τρόφιμα. Η κουζίνα, ο φούρνος και οι χώροι υγιεινής βρίσκονται στο «μαγερείο», ένα μικρό κτίσμα στην αυλή κοντά στο σπίτι. Η ξύλινη σκάλα που βρίσκεται στη «μεσιά» οδηγεί στον όροφο (το «ανώι»), όπου στις δύο μακρές πλευρές του διαμπερούς «λιακωτού» διαμορφώνονται τέσσερα δωμάτια από τα οποία ο «μπας-οντάς» είναι ο κύριος χώρος υποδοχής. Στα παλαιότερα σπίτια, οι στεγασμένες προεξοχές («σαχνισιά»), που στηρίζονται σε φουρούσια, προβάλλουν συμμετρικά στα δύο άκρα της κύριας όψης και στο κεντρικό τμήμα της πίσω όψης. Στα μεταγενέστερα σπίτια το «σαχνισί» , που διαμορφώνεται στη μέση της κύριας όψης του ορόφου, στηρίζεται σε ξύλινες κολώνες δημιουργώντας έτσι ένα ημιυπαίθριο χώρο μπροστά στην είσοδο, το «χαγιάτι». Ως δομικά υλικά χρησιμοποιούνται για το ισόγειο ακατέργαστες ασβεστόπετρες της περιοχής συνδεδεμένες με λάσπη και στον όροφο ελαφρότερα υλικά (τσατμάς) που δεν επιχρίονται.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ
Το σπίτι του Λαζαρίδη βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικισμού. Σ’ αυτό σώζονται οι παλαιότερες τοιχογραφίες της Εράτυρας με επιγραφή που τις χρονολογεί το 1796. Αποδίδονται με λιτά χρώματα και γραμμικότητα παραστάσεις του δικέφαλου αετού και του κομμένου καρπουζιού (που συμβόλιζε παλαιότερα τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη), θέμα που συναντάται τόσο σε εκκλησίες, όσο και σε σπίτια της δυτικής Μακεδονίας και του Πηλίου. Από τον 18ο αιώνα όμως, η συμβολική του σημασία ξεχάστηκε, όπως αποδεικνύει το πιρούνι που είναι καρφωμένο πάνω στο καρπούζι. 
Η πίσω όψη οικίας Λαζαρίδη (διακρίνεται η μη επιχρισμένη τοιχοποιία και το «σαχνισί» του ορόφου, 1796
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Το σπίτι του Παπαθεοδώρου βρίσκεται κοντά στο «παζάρι», την παλιά πλατεία του οικισμού. Πρόκειται για ένα μεγάλο οίκημα με ορθογώνια κάτοψη. Οι τοιχογραφίες του, που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, εντοπίζονται σε ένα δωμάτιο του ισογείου (σήμερα επιχρισμένες) αλλά κυρίως στους χώρους του ορόφου. Στα δύο δωμάτια του ορόφου παριστάνονται φυτικά και άλλα διακοσμητικά θέματα, καθώς και κτίρια μέσα σε κυκλικά μετάλλια, που θυμίζουν κεραμικά διακοσμητικά πιάτα. Στον κεντρικό χώρο («λιακωτό») αναπτύσσεται σε ζωφόρο κατά μήκος του επάνω μέρους των τοίχων, φανταστικό τοπίο με ογκώδη και ιδιόμορφα αρχιτεκτονήματα όπου συνυπάρχουν ζωικές και ανθρώπινες μορφές.
Τμήμα της τοιχογραφίας με φανταστικό τοπίο από τον «λιακωτό», 1875-1900
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΗΛΙΟΥ
Τυπικό παράδειγμα των σπιτιών της Εράτυρας είναι το σπίτι του Μήλιου που βρίσκεται προς τη βόρεια πλευρά του οικισμού. Οι τοιχογραφίες, που χρονολογούνται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, είναι συγκεντρωμένες σε ένα δωμάτιο του ορόφου και εκτείνονται κατά μήκος μιας ζωφόρου κάτω από το ταβάνι. Απεικονίζονται μέσα σε τοπίο ανθρώπινες και ζωικές μορφές καθώς και κτίρια. Οι στρατιωτικές ενδυμασίες των μορφών και η αλληλουχία, που φαίνεται να έχουν οι παραστάσεις, δηλώνουν ίσως τον αφηγηματικό χαρακτήρα των σκηνών και την πιθανή σχέση τους με γεγονότα της εποχής.
Τοιχογραφία με παράσταση τοπίου με γεφύρι και μια ανδρική μορφή, από δωμάτιο του ορόφου, 1860-1900
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΔΕΛΗΒΑΣΗ
Το σπίτι του Δελήβαση βρίσκεται κοντά στο σπίτι του Λαζαρίδη και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του μεταγενέστερου τύπου σπιτιού με το «χαγιάτι» στην πρόσοψη. Οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται στο 1878. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του παράσπιτου που χρησιμοποιούνταν ως ξενώνας. Στους τοίχους του απεικονίζονται, μέσα σε πλαίσια με μπαρόκ διακοσμητικά, τα πορτραίτα των τεσσάρων θυγατέρων του ιδιοκτήτη. Οι μορφές με ευρωπαϊκά ρούχα και χτενίσματα κρατούν από ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο: βεντάλια, γράμμα, ανθοδέσμη, κλουβί με καναρίνι. Οι παραστάσεις, αν και είναι έργο λαϊκού ζωγράφου, διέπονται από τις αρχές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
ΚΟΖΑΝΗ
Αποτέλεσμα συνοικισμών των χριστιανικών πληθυσμών που μετά την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής αποτραβήχτηκαν στα ορεινά, η Κοζάνη διαμορφώθηκε πάνω στη θέση της αρχαίας πόλης, όπως επιβεβαιώνουν αρχαιολογικά ευρήματα. Η ασφαλής της θέση προσήλκυσε κι άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς διωγμένους από την Ήπειρο. Τον 17ο αιώνα η Κοζάνη άρχισε να γίνεται αστικό κέντρο και να αναπτύσσεται οικονομικά. Γύρω στα μέσα του ίδιου αιώνα υπέστη λεηλασίες από Τούρκους περιοίκους, ενώ ταυτόχρονα δέχτηκε και δύο μεγάλες μετοικεσίες από κατοίκους της Ηπείρου που άλλαξαν τη μορφή της πόλης. Η εξέλιξη και η ευημερία της συνδέεται με τον Χαρίση Τράντα (γιο του επικεφαλής της μιας μετοικεσίας Ιωάννη Τράντα), ο οποίος «ήρξατο κτίζων οίκους μεγαλοπρεπείς και διωρόφους, καλών τέκτονας και κτίστας», αφού εξασφάλισε προνόμια θέτοντας την πόλη υπό την προστασία της μητέρας του Σουλτάνου. Το 1664 θεμελίωσε το μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Νικολάου και την αγορά, το «κοινό τζιαρσί» με τα βιοτεχνικά εργαστήρια και τα καταστήματα των συντεχνιών και δραστήριων εμπόρων των παροικιών της κεντρικής Ευρώπης. Η εμπορική ανάπτυξη του 18ου και 19ου αιώνα βοήθησε και την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών.

ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ
Η αρχιτεκτονική μορφή της κοζανίτικης αστικής κατοικίας ολοκληρώθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία οι έμποροι και οι βιοτέχνες της πόλης απέκτησαν μεγάλη οικονομική δύναμη και ο τρόπος της ζωής έγινε πιο αστικός, επηρεασμένος από τη κεντρική Ευρώπη. Στο ισόγειο γύρω από την πλακόστρωτη ευρύχωρη «μεσιά» διαμορφώνονται το «ανηλιακό» (καθημερινό χειμωνιάτικο δωμάτιο), το κελάρι, ο «μαγαζές» (αποθήκη) καθώς και ο «καφέ-οντάς» και ο «μουσαφίρ-οντάς» (χώροι υποδοχής). Η ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο «χαγιάτι» (σκεπαστή στοά) του ορόφου που έκλεινε με καταπακτή («γκαβανή»). Στις δύο πλευρές του υπερυψωμένου «δοξάτου» (χώρου γιορτών) διατάσσονταν οι «μουσαφίρ-οντάδες» (καλοκαιρινοί χώροι διαβίωσης), ένα κελάρι («μαερειός») και ο «καλοκαιρινός οντάς» που αποτελούσε ενιαίο χώρο με το «δοξάτο» και το «χαγιάτι». Συνήθως στην αυλή («νουβουρού») βρίσκονται βοηθητικοί χώροι («αναγκαίο», πηγάδι, αποθήκες), ενώ διαμορφωνόταν και υπόγειο με θολωτή οροφή. Από τη μικρή αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού διέφευγαν οι ένοικοι σε ώρες κινδύνου μέσω της «απάνοιξης» (σύστημα επικοινωνίας των γειτονικών αυλών) που συνδυαζόταν με το οδικό δίκτυο της πόλης. Τα γεμάτα κόσμο κοζανίτικα αρχοντικά περιβάλλονταν από λίθινους τοίχους με λίγα σιδερόφρακτα ανοίγματα στις εξωτερικές πλευρές, ενώ στην ελαφριά κατασκευή του ορόφου (τσατμάς) ανοίγονταν «σαχνισιά» και «χαγιάτια» κυρίως προς την εσωτερική αυλή.
Τα περισσότερα από τα αρχοντικά που χτίστηκαν τον 18ο αιώνα στην Κοζάνη έχουν σήμερα καταστραφεί. Στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης διασώζονται ξυλόγλυπτα τμήματα του αρχοντικού του Χαρίση Τράντα (τέλη 17ου αιώνα), που έχουν στενή τεχνοτροπική σχέση με τα ξυλόγλυπτα του Αγίου Νικολάου
και αυτά του «καλού οντά» του αρχοντικού Τζιμηνάκη (τέλη 18ου αιώνα) το οποίο έχει αποκατασταθεί στο Μουσείο Μπενάκη (δωρεά Ε. Σταθάτου). Στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης έχει μεταφερθεί, επίσης, και ο «μπας-οντάς» του αρχοντικού του Γ. Σακελλάριου (τέλη 17ου αιώνα) με τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο.
Τρία μόνο από τα πλούσια αρχοντικά που έχτισαν οι εύποροι έμποροι της Κοζάνης τον 18ο αιώνα σώζονται σήμερα. Τυπικά παραδείγματα της αρχιτεκτονικής της εποχής, αλλά και της τάσης για πλούσιο ξυλογλυπτικό και ζωγραφικό διάκοσμο τα αρχοντικά του Γεώργιου Λασσάνη (β' μισό 18ου αιώνα),
Η «μουσάντρα» με τον ιδιόμορφο ξύλινο διάκοσμο, από τον ΒΔ «οντά» του ορόφου, β' μισό 18ου αιώνα
του Γρηγορίου Βούρκα (1748) 
Ο «νουμφαλός» της ξύλινης οροφής του «καλού οντά», 1748, Κοζάνη, αρχοντικό Γρηγορίου Βούρκα
και του Βούρκα-Κατσικά (1762) αντιπροσωπεύουν την περίοδο του β' μισού του 18ου αιώνα. 
Το τζάκι και τα διακοσμημένα ντουλάπια του «μπας-οντά», 1762.
Ο Άγιος Νικόλαος, μητροπολιτικός ναός της Κοζάνης, είναι τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική με δίρρικτη στέγη. Θεμελιώθηκε το 1664 από το μεγαλοπρούχοντα Χαρίση Τράντα και έχει υποστεί μετασκευές στο 18ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιγραφή χρονολογεί στο 1730 τις τοιχογραφίες του ναού που φιλοτέχνησαν οι αδελφοί ζωγράφοι Νικόλαος και Θεόδωρος από τα Ιωάννινα. Πολύ σημαντικά είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, το κιβώριο της αγίας τράπεζας, ο άμβωνας, ο δεσποτικός θρόνος, με πλούσιο φυτικό, ζωτικό και ανθρωπόμορφο διάκοσμο. Το όνομα του τεχνίτη, Μπαντοβέρης, καθώς και όλα τα έξοδα του ξύλινου εξοπλισμού σημειώνονται σε κώδικα των μέσων του 17ου αιώνα. Στον Άγιο Νικόλαο φυλάσσεται κεντητός επιτάφιος του Γεωργίου Κονταρή (1672). Δίπλα στο ναό δεσπόζει το επταώροφο καμπαναριό που κτίστηκε το 1855. 
Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου που θεμελιώθηκε το 1664 από τον Χαρίση Τράντα, Κοζάνη.
ΠΕΡΙΟΧΗ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
H ονομασία Γρεβενά μαρτυρείται από το 10ο αιώνα αν και ο ομώνυμος νομός σχηματίστηκε μόλις το 1964. Η δασωμένη αυτή περιοχή δέχτηκε κατοίκους από τα γύρω πεδινά μετά την οθωμανική κατάκτηση. Στις πλαγιές τις κατάφυτης Πίνδου διαμορφώθηκαν αναπτυσσόμενοι οικονομικά οικισμοί που με το πέρασμα του χρόνου δέχτηκαν και νέους κατοίκους, κυρίως βλαχόφωνους. Η διαμόρφωση του εδάφους καθόρισε τις ασχολίες των κατοίκων (κτηνοτρόφοι κι αγωγιάτες-έμποροι) και έκανε την περιοχή κομβικό οδικό σημείο για την επικοινωνία της Μακεδονίας με τη ΒΔ Θεσσαλία και την Ήπειρο, όπως αποδεικνύεται κι από τα πέτρινα γεφύρια και τα ίχνη των δρόμων που σώζονται. Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα η περιοχή αναμίχθηκε σε επαναστατικές κινήσεις, ενώ από το 1537 αναφέρεται αρματολίκι Γρεβενών όπου δρούσε ο θρυλικός καπετάν Βέργος. Στα τέλη του 18ου αιώνα έγιναν ομαδικοί εξισλαμισμοί, οπότε και αναφέρονται παλιά χριστιανικά χωριά με αμιγείς πλέον μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Παρά τη δράση των αρματολών (π.χ. γέρο-Ζιάκας) και τη μύηση πολλών στη Φιλική Εταιρεία η περιοχή δεν μπόρεσε να οργανωθεί για την επανάσταση του 1822. Αποκομμένοι από τα πατρογονικά τους αρματολίκια πολλοί πολεμιστές κινητοποιήθηκαν σε άλλα επαναστατικά κινήματα, ενώ ο Θεόδωρος Ζιάκας έδρασε στην περιοχή κατά την επανάσταση του 1854. Χώρος σύγκρουσης ανταρτικών σωμάτων ήδη από το 1897 αλλά και κατά το Μακεδονικό Αγώνα, η περιοχή των Γρεβενών απελευθερώθηκε στον Α' Βαλκανικό πόλεμο. 
Ασπρόμαυρη φωτογραφία των αρχών του 20ού αι. με άποψη του χωριού Αβδέλα στην περιοχή Γρεβενών
Λόγω της μορφολογία του εδάφους και της γεωγραφικής της θέσης η περιοχή των Γρεβενών υπήρξε πέρασμα προς τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Σημαντικά δείγματα της λαϊκής τέχνης της Τουρκοκρατίας αποτελούν τα πέτρινα γεφύρια που διασώζονται. Τα ονόματά τους σχετίζονται με την τοποθεσία, κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμά τους ή ακόμη και με τον κατασκευαστή ή χρηματοδότη τους, ενώ περιβάλλονται από θρύλους και συμβολισμούς της λαϊκής παράδοσης. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αλή-πασάς, όταν ανασκεύασε τη ρωμαϊκή οδό που περνούσε από την περιοχή, επισκεύασε τις γέφυρες που υπήρχαν κατά μήκος της. Εντυπωσιακό είναι το μονότοξο γεφύρι του Αζίζ αγά, μήκους 75 μ., πλάτους 3 μ., με άνοιγμα τόξου 28 μ. και ύψος 16 μ. Άλλα αξιόλογα γεφύρια της περιοχής είναι του Σπανού και του Δοτσικού, δύο γεφύρια του λαϊκού τεχνίτη Γεωργίου Λάζου ή Γράγγα καθώς και αυτό στην είσοδο του φαραγγιού κοντά στο χωριό Σπήλαιο. 
Το πεντάτοξο γεφύρι στον Βενέτικο ποταμό, από τον Μουσταφά Αγά τον Σπανό, 18ος αι., Κηπουρειό
ΣΑΜΑΡΙΝΑ
Ο οικισμός της Σαμαρίνας δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα σε δασόφυτη πλαγιά του Σμόλικα, δυτικά από τα Γρεβενά. Η ορεινή αυτή κωμόπολη της Πίνδου με το βλάχικο πληθυσμό γνώρισε τους τρεις επόμενους αιώνες ξεχωριστή οικονομική ανάπτυξη αλλά και πολιτιστική άνθηση. Σε χάρτη του 1560 αναφέρεται με το όνομα Santa Maria de Praetoria. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την ύφανση μάλλινων υφασμάτων (βελέντζες) που πουλούσαν στις εμποροπανηγύρεις της περιοχής. Ακόμη οι κάτοικοι της Σαμαρίνας ασχολούνταν με το εμπόριο και ως αγωγιάτες διακινούσαν καραβάνια στη Βαλκανική. Η πολιτιστική ακμή της πόλης (λειτουργία σχολείων, βιβλιοθήκης) είναι έκδηλη στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Ζωγράφοι της Σαμαρίνας οργανωμένοι σε οικογενειακά συνεργεία κάλυπταν όχι μόνο τις τοπικές ανάγκες αλλά εργάστηκαν και σε άλλες περιοχές φτάνοντας μέχρι την Πελοπόννησο. Μετά την απελευθέρωση το 1912 οι κάτοικοι της Σαμαρίνας (όπως και άλλων ορεινών κέντρων) άρχισαν να συγκεντρώνονται στα ημιαστικά και αστικά κέντρα των πεδιάδων αλλά και να μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Τοιχογραφία του νάρθηκα από τον Προφήτη Ηλία, περίπου 1900, Σαμαρίνα
ΦΛΩΡΙΝΑ
Κτισμένη σε κατάφυτο οροπέδιο, η ακριτική Φλώρινα διασχίζεται από το γραφικό Σακουλέβα. Κατοικείται αδιαλείπτως από τα προϊστορικά χρόνια, όπως μαρτυρείται από αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ το σημερινό της όνομα ίσως έχει σχέση με το όνομα της πόλης Χλωρό της βυζαντινής περιόδου. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μεγάλος αριθμός Μουσουλμάνων κατοικούσαν στην πόλη. Στις αρχές του 18ου αιώνα το ελληνικό στοιχείο άρχισε να αυξάνεται και να αναπτύσσεται χάρη στο εμπόριο και τη βιοτεχνία (κυρίως την αργυροχοΐα). 
Ασπρόμαυρη φωτογραφία των αρχών του 20ού αι. με καμήλες εφοδιοπομπής στον ποταμό Σακουλέβα της Φλώρινας, 1430-1913, αρχείο Εστίας Νέας Σμύρνης
Η σύνδεση της Φλώρινας με τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου (1893) έδωσε νέα ώθηση στην οικονομική ζωή της πόλης που εξελίσσεται σε αστικό κέντρο με έντονη πολιτιστική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, χάρη και στις εισφορές των απόδημων. Από το 1878 έντονη ήταν η δραστηριότητα των ανταρτικών σωμάτων, ενώ λόγω της στρατηγικής της θέσης η Φλώρινα κατέστη κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα και ορμητήριο των ελληνικών δυνάμεων στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913). Σημαντική για την ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης υπήρξε η εγκατάσταση πολλών κατοίκων του Μοναστηρίου μετά το 1912, που με το πολιτιστικό τους δυναμικό συνέβαλαν στην πνευματική αναβάθμιση της περιοχής.
Ο κεντρικός δρόμος της Φλώρινας με μονώροφα και διώροφα κτίσματα, αρχές 20ού αιώνα
Στη Φλώρινα υπάρχουν σπίτια (πολλά από αυτά έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα) που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εποχές και αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Οι συνοικίες στην όχθη του Σακουλέβα είναι αντιπροσωπευτικές της λαϊκής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Τα σπίτια είναι μονώροφα με μεγάλες δίφυλλες εξώπορτες που οδηγούν στην αυλή και από εκεί με εσωτερική σκάλα στον όροφο. Συχνά στο κέντρο της πρόσοψης υπάρχει αετωματική απόληξη, ενώ συνηθισμένος είναι ο εσωτερικός διάκοσμος από ξυλόγλυπτα ταβάνια και ξύλινες ντουλάπες («σεργκένια»). Τα αστικά σπίτια στο κέντρο της πόλης παρουσιάζουν στοιχεία εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής (νεοβυζαντινά μέχρι art deco) της δεκαετίας του ’30. Χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η διάπλαση των εξωτερικών επιφανειών με τα πρόσθετα διακοσμητικά στοιχεία και τις περίτεχνες εξωτερικές ξυλόγλυπτες πόρτες. Εσωτερικά, στους επίσημους χώρους διακοσμούνται με ζωγραφιστές ταπετσαρίες. 
Ο κεντρικός δρόμος της Φλώρινας με αστικά σπίτια της δεκαετίας του '30
ΝΥΜΦΑΙΟ
Σύμφωνα με την παράδοση το βλάχικο χωριό του Νυμφαίου (Νέβεσκα), που υπήρξε από τα αρχηγεία του Μακεδονικού Αγώνα, κτίστηκε το 14ο αιώνα. Το εμπόριο και η ενασχόληση με την αργυροχοΐα συσσώρευσαν ήδη από το 17ο αιώνα πλούτο στο χωριό. Οι φημισμένοι πλανόδιοι «χρυσικοί» από τη Νέβεσκα κινούνταν σ’ όλα τα Βαλκάνια. Από το 19ο αιώνα πλούσιοι κάτοικοι του Νυμφαίου ασχολήθηκαν με το εμπόριο βαμβακιού στην Αίγυπτο και καπνών στην ανατολική Μακεδονία-Θράκη. Οι πλούσιοι αυτοί απόδημοι (π.χ. Τσίρλης, Σωσσίδης κ.ά.) χρηματοδότησαν δημόσια κτίρια στην πατρίδα τους (εκκλησία, σχολείο). 
Η πρόσοψη με το «σαχνισί» και την αετωματική απόληξη στο κέντρο, 1937-1938, αρχοντικό Θ. Τσίρλη
Τα πλούσια αρχοντικά τους χτίστηκαν (β' μισό 19ου-αρχές 20ού αιώνα) σύμφωνα με τις εξελίξεις του νεοκλασικισμού (στον όροφο της πρόσοψης «σαχνισί» με αετωματική απόληξη και κλειστή με τζαμωτό είσοδος). Ζωγράφοι από την Κλεισούρα και τη Δροσοπηγή (Μπελγκαμένη) φιλοτέχνησαν τα εσωτερικά. Αρχαίοι θεοί (Αθηνά, Άρης, Δήμητρα), ο Μέγας Αλέξανδρος, φιλόσοφοι, τοπία ενδεικτικά του τόπου απασχόλησης των ιδιοκτητών (π.χ. Πυραμίδες της Αιγύπτου), αλληγορικές παραστάσεις των εποχών του έτους, αντίγραφα αναγεννησιακών έργων (π.χ. Χορός των Μουσών του Giulio Romano) συνθέτουν το σημαντικό ζωγραφικό διάκοσμο μαζί με πλούσια διακοσμημένα πλαίσια και οροφές.

Πηγή
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου