Η Μακεδονία κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή. Τα πρώτα ίχνη ελληνικής παρουσίας εμφανίζονται στην Ύστερη Χαλκοκρατία, ενώ όπως απέδειξαν πρόσφατες ανασκαφές, ο μυκηναϊκός κόσμος εκτεινόταν ως και την Πιερία και τον μέσο ρου του Αλιάκμονα. Αποφασιστική καμπή στην ιστορία της Μακεδονίας ήταν η κατάκτηση τον 7ο αιώνα π.Χ. από τους Αργεάδες [1] Μακεδόνες της κεντρικής μακεδονικής πεδιάδας και η ίδρυση βασιλείου με κέντρο τις Αιγές. Υπό την ηγεσία χαρισματικών βασιλέων, όπως ο Αλέξανδρος Α',[2] ο Αρχέλαος Α' [3] και ο Φίλιππος Β', οι Μακεδόνες επικράτησαν σ’ όλη τη βόρεια Ελλάδα προσαρτώντας ιθαγενή φύλα και νοτιοελλαδικές αποικίες. Με την πολιτική τους, η Μακεδονία αναδείχτηκε σε προπύργιο κατά των βαρβάρων και μείζονα πολιτιστική εστία της ελληνικού κόσμου. Από αυτήν, χάρη στις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου Γ', γεννήθηκε ο ελληνιστικός κόσμος. Ως ρωμαϊκή επαρχία, η Μακεδονία αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό Ανατολής-Δύσης και μεταλαμπάδευσε ζωντανή την ελληνική παράδοση στο Βυζάντιο.
Μακεδονική ασπίδα με το άστρο των Αργεάδων |
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η Μακεδονία κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή. Οι εγκαταστάσεις της Νεολιθικής εποχής και της Χαλκοκρατίας άφησαν πολλά ίχνη. Ωστόσο, μόνο από την Ύστερη Χαλκοκρατία αρχίζει να γίνεται δυνατή η ταύτιση των εγκαταστάσεων αυτών με ομάδες γνωστές από τη φιλολογική παράδοση: Μυκηναίοι στην Πιερία και στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, Έλληνες στην οροσειρά της Πίνδου, Βρύγοι (Φρύγες) στο Βέρμιο, Βοττιαίοι στην Κεντρική πεδιάδα και Παίονες στην κοιλάδα του Αξιού.Αποφασιστική ήταν η εγκατάσταση στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. των Αργεαδών Μακεδόνων στις παρυφές της κεντρικής πεδιάδας και η ίδρυση των Αιγών [4] υπό την ηγεσία του βασιλικού οίκου των Τημενιδών. Παράλληλα, στην Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία αναδύονται τα βασίλεια των Ελιμειωτών με έδρα την Αιανή και των Λυγκηστών, πιθανώς με έδρα τη Φλώρινα. Τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή του Σιδήρου, διαδέχεται μία περίοδος που χαρακτηρίζεται ως αρχαϊκή, και η Μακεδονία περνά στους ιστορικούς χρόνους, χάρη στην εμφάνιση των πρώτων γραπτών μαρτυριών.
ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΤΙΜΕΝΙΔΩΝ
Η Μακεδονία κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή. Οι εγκαταστάσεις της Νεολιθικής εποχής και της Χαλκοκρατίας άφησαν πολλά ίχνη. Ωστόσο, μόνο από την Ύστερη Χαλκοκρατία αρχίζει να γίνεται δυνατή η ταύτιση των εγκαταστάσεων αυτών με ομάδες γνωστές από τη φιλολογική παράδοση: Μυκηναίοι στην Πιερία και στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, Έλληνες στην οροσειρά της Πίνδου, Βρύγοι (Φρύγες) στο Βέρμιο, Βοττιαίοι στην Κεντρική πεδιάδα και Παίονες στην κοιλάδα του Αξιού.Αποφασιστική ήταν η εγκατάσταση στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. των Αργεαδών Μακεδόνων στις παρυφές της κεντρικής πεδιάδας και η ίδρυση των Αιγών [4] υπό την ηγεσία του βασιλικού οίκου των Τημενιδών. Παράλληλα, στην Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία αναδύονται τα βασίλεια των Ελιμειωτών με έδρα την Αιανή και των Λυγκηστών, πιθανώς με έδρα τη Φλώρινα. Τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή του Σιδήρου, διαδέχεται μία περίοδος που χαρακτηρίζεται ως αρχαϊκή, και η Μακεδονία περνά στους ιστορικούς χρόνους, χάρη στην εμφάνιση των πρώτων γραπτών μαρτυριών.
Χάρτης Αρχαίας Μακεδονίας |
ΑΙΓΕΣ (ΒΕΡΓΙΝΑ)
Στα δυτικά, ΝΔ πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.
ΠΕΛΛΑ
Στα δυτικά, ΝΔ πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.
Αρχαιολογικός χώρος Αιγών |
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου μεταφέρθηκε στην Πέλλα, στις όχθες της Λουδιακής λίμνης που επικοινωνούσε με τον Θερμαϊκό κόλπο. Η ευκολία πρόσβασης μέσω της ανοιχτής πεδιάδας βοήθησε στην ανάπτυξη της πόλης. Φυσιογνωμίες του πνεύματος και της τέχνης από τη νότια Ελλάδα συρρέουν στη μακεδονική αυλή σε μια περίοδο διοικητικής και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης. Με τον Φίλιππο Β' και τον Αλέξανδρο Γ' η Πέλλα γίνεται μια μεγαλούπολη με επιβλητικό ανακτορικό συγκρότημα και πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες. Η πόλη που απομονώνεται σταδιακά από τη θάλασσα λόγω των προσχώσεων του Αξιού, του Αλιάκμονα και του Λουδία, επεκτείνεται και αναδιοργανώνεται από τον Κάσσανδρο. Η ρυμοτομημένη με το ιπποδάμειο σύστημα Πέλλα έχει ισχυρό πλίθινο τείχος, επιμελημένο σύστημα υδροδότησης και αποχέτευσης, μεγάλους πλακοστρωμένους δρόμους που καταλήγουν στο λιμάνι, κεντρικό συγκρότημα αγοράς με εργαστήρια παραγωγής και καταστήματα πώλησης προϊόντων αγγειοπλαστικής, κοροπλαστικής, μεταλλικών αντικειμένων και ειδών διατροφής. Στα ιερά της πόλης λατρεύονται η Αθηνά Αλκίδημος, ο Ποσειδώνας, ο Ηρακλής, η Αφροδίτη, η Δήμητρα κ.ά. Αν και η πόλη λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους δεν σταμάτησε να ζει ως τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ., οπότε και καταστρέφεται πιθανόν από σεισμό. Το 30 μ.Χ. οργανώθηκε η ρωμαϊκή αποικία της Πέλλας (Colonia Pellensis) στα δυτικά της πόλης στη θέση της σημερινής Νέας Πέλλας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ Α' ΕΩΣ ΤΟΝ ΦΙΛΙΠΠΟ Β'
Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο Αλέξανδρος Α' επωφελήθηκε από την επέκταση των Περσών στην Ευρώπη και από την ήττα τους στους μηδικούς πολέμους. Έτσι, υπερδιπλασίασε την επικράτειά του επεκτείνοντας τα όρια του βασιλείου από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα κι επιβάλλοντας την επικυριαρχία του στους βασιλείς της Άνω (σημερινής Δυτικής) Μακεδονίας. Συνέβαλε επίσης στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας κόβοντας νόμισμα και προσελκύοντας διάσημους ανθρώπους του πνεύματος και χιλιάδες απλούς πολίτες από τη νότια Ελλάδα. Ο αθηναϊκός επεκτατισμός κι ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφεραν συχνά σε δύσκολη θέση τον διάδοχό του Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.). Όμως, ο γιος του, ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.), εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία των Αθηναίων και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο. Το θάνατό του ακολουθεί περίοδος δυναστικών κρίσεων, βαρβαρικών εισβολών και ξένων επεμβάσεων, που με δυσκολία αντιμετωπίζουν οι βασιλείς Αμύντας Γ' (394-370 π.Χ.) και Περδίκκας Γ' (365-360 π.Χ.). Η ήττα και ο θάνατος του τελευταίου στο πεδίο της μάχης, σήμανε την αρχή της ανάκαμψης, με την άνοδο στην εξουσία του νεότερου αδελφού του, Φιλίππου Β'.
Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο Αλέξανδρος Α' επωφελήθηκε από την επέκταση των Περσών στην Ευρώπη και από την ήττα τους στους μηδικούς πολέμους. Έτσι, υπερδιπλασίασε την επικράτειά του επεκτείνοντας τα όρια του βασιλείου από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα κι επιβάλλοντας την επικυριαρχία του στους βασιλείς της Άνω (σημερινής Δυτικής) Μακεδονίας. Συνέβαλε επίσης στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας κόβοντας νόμισμα και προσελκύοντας διάσημους ανθρώπους του πνεύματος και χιλιάδες απλούς πολίτες από τη νότια Ελλάδα. Ο αθηναϊκός επεκτατισμός κι ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφεραν συχνά σε δύσκολη θέση τον διάδοχό του Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.). Όμως, ο γιος του, ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.), εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία των Αθηναίων και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο. Το θάνατό του ακολουθεί περίοδος δυναστικών κρίσεων, βαρβαρικών εισβολών και ξένων επεμβάσεων, που με δυσκολία αντιμετωπίζουν οι βασιλείς Αμύντας Γ' (394-370 π.Χ.) και Περδίκκας Γ' (365-360 π.Χ.). Η ήττα και ο θάνατος του τελευταίου στο πεδίο της μάχης, σήμανε την αρχή της ανάκαμψης, με την άνοδο στην εξουσία του νεότερου αδελφού του, Φιλίππου Β'.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β'
Με τον Φίλιππο Β'[5] το μακεδονικό βασίλειο εισέρχεται στην περίοδο της ακμής του. Η αντιμετώπιση των γειτονικών φυλών που λυμαίνονταν περιοχές της επικράτειάς του, η υποταγή των Θρακών,[6] και η κατάληψη της Αμφίπολης και της Χαλκιδικής, οδήγησαν στην παγίωση ενός ενιαίου μακεδονικού βασιλείου από την Πίνδο ως τον Στρυμόνα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειές του είχαν ως αποτέλεσμα την κυριαρχία του και στο βορειότερο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου. Το 337 π.Χ. συνένωσε τους νοτιότερους Έλληνες σε συμμαχία κατά των Περσών. Η δολοφονία του το 336 π.Χ. έδωσε τη σκυτάλη στο γιο του Αλέξανδρο Γ'.
ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Με την άνοδό του στο θρόνο (360 π.Χ.) ο Φίλιππος είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς εχθρούς. Αφού εξουδετέρωσε τους 5 δελφίνους του θρόνου, κυρίως τον Αργαίο, που υποστήριζαν οι Αθηναίοι, ο Φίλιππος συνέτριψε τους Παίονες[7] και τους Ιλλυριούς και μετέτρεψε οριστικά την Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία σε επαρχία του βασιλείου του. Η συμμαχία με τους Αλευάδες της Λάρισας και η προσέγγιση των Μολοσσών,[8] που κατείχαν τμήμα της Ορεστίδας, οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ενιαίου μακεδονικού κράτους, που τα δυτικά σύνορά του έφταναν ως την Πίνδο και τη Λυχνίτιδα λίμνη (σημερινή Αχρίδα). Παράλληλα η κατάληψη των συμμαχικών της Αθήνας πόλεων Ποτίδαιας, Πύδνας και Μεθώνης και η νίκη του Φιλίππου επί της συμμαχίας των αντιπάλων του επέκτειναν τα ανατολικά σύνορα του βασιλείου ως τον ποταμό Στρυμόνα. Η επανίδρυση τωνΦιλίππων (παλιές Κρηνίδες) εξασφάλισε στον Φίλιππο τον έλεγχο των μεταλλείων χρυσού και αργύρου του Παγγαίου.[9] Επίσης, απέκτησε νέα δάση ναυπηγήσιμης ξυλείας που εκτείνονταν μέχρι το Νέστο.
Με την άνοδό του στο θρόνο (360 π.Χ.) ο Φίλιππος είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς εχθρούς. Αφού εξουδετέρωσε τους 5 δελφίνους του θρόνου, κυρίως τον Αργαίο, που υποστήριζαν οι Αθηναίοι, ο Φίλιππος συνέτριψε τους Παίονες[7] και τους Ιλλυριούς και μετέτρεψε οριστικά την Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία σε επαρχία του βασιλείου του. Η συμμαχία με τους Αλευάδες της Λάρισας και η προσέγγιση των Μολοσσών,[8] που κατείχαν τμήμα της Ορεστίδας, οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ενιαίου μακεδονικού κράτους, που τα δυτικά σύνορά του έφταναν ως την Πίνδο και τη Λυχνίτιδα λίμνη (σημερινή Αχρίδα). Παράλληλα η κατάληψη των συμμαχικών της Αθήνας πόλεων Ποτίδαιας, Πύδνας και Μεθώνης και η νίκη του Φιλίππου επί της συμμαχίας των αντιπάλων του επέκτειναν τα ανατολικά σύνορα του βασιλείου ως τον ποταμό Στρυμόνα. Η επανίδρυση τωνΦιλίππων (παλιές Κρηνίδες) εξασφάλισε στον Φίλιππο τον έλεγχο των μεταλλείων χρυσού και αργύρου του Παγγαίου.[9] Επίσης, απέκτησε νέα δάση ναυπηγήσιμης ξυλείας που εκτείνονταν μέχρι το Νέστο.
ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Η εμπλοκή του Φιλίππου στον Γ' Ιερό Πόλεμο, με αφορμή την έκκληση των Θεσσαλών συμμάχων του για βοήθεια, οδήγησε στην οριστική επικράτηση των Μακεδόνων στη Θεσσαλία.[10] Ο Φίλιππος αναγορεύτηκε ισόβιος «άρχων» του Θεσσαλικού Κοινού κι εξασφάλισε τον έλεγχο των άφθονων πρώτων υλών και του φημισμένου ιππικού της χώρας. Παράλληλα, μία επιτυχημένη εκστρατεία του στη Θράκη ανάγκασε τους Αμάδοκο και Κερσεβλέπτη, βασιλείς των Θρακών, να αναγνωρίσουν τη μακεδονική επικυριαρχία. Μετά την εξουδετέρωση των πόλεων του Κοινού των Χαλκιδέων και την ενσωμάτωσή τους στη Μακεδονία το 348 π.Χ., ο Φίλιππος ήταν πια κυρίαρχος όλης της βόρειας Ελλάδας.
Η εμπλοκή του Φιλίππου στον Γ' Ιερό Πόλεμο, με αφορμή την έκκληση των Θεσσαλών συμμάχων του για βοήθεια, οδήγησε στην οριστική επικράτηση των Μακεδόνων στη Θεσσαλία.[10] Ο Φίλιππος αναγορεύτηκε ισόβιος «άρχων» του Θεσσαλικού Κοινού κι εξασφάλισε τον έλεγχο των άφθονων πρώτων υλών και του φημισμένου ιππικού της χώρας. Παράλληλα, μία επιτυχημένη εκστρατεία του στη Θράκη ανάγκασε τους Αμάδοκο και Κερσεβλέπτη, βασιλείς των Θρακών, να αναγνωρίσουν τη μακεδονική επικυριαρχία. Μετά την εξουδετέρωση των πόλεων του Κοινού των Χαλκιδέων και την ενσωμάτωσή τους στη Μακεδονία το 348 π.Χ., ο Φίλιππος ήταν πια κυρίαρχος όλης της βόρειας Ελλάδας.
Επιτύμβια στήλη με παράσταση Θεσσαλού ιππέα (Λούβρο) |
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ
Μετά την επίσημη λήξη του Γ' Ιερού Πολέμου [11] με την υπογραφή της Φιλοκρατείου Ειρήνης,[12] ο Φίλιππος έστρεψε την προσοχή του στα βόρεια και ανατολικά σύνορα του κράτους του. Αφού μετέτρεψε τη Θράκη σε μακεδονική επαρχία, ανέλαβε μία εκστρατεία κατά των Σκύθων στη περιοχή του Ίστρου (Δούναβη). Με στρατιωτικές νίκες, αλλά και με τη σύναψη συμμαχιών, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στους λαούς της περιοχής. Το 339 π.Χ., ο Φίλιππος αναμείχθηκε στον Δ' Ιερό Πόλεμο, ενώ οι Αθηναίοι [13] με πρωτοβουλία του Δημοσθένη [14]προσπαθούσαν να οργανώσουν μία συμμαχία κατά των Μακεδόνων. Η τελική σύγκρουση στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., έληξε με νίκη των δυνάμεων του Φιλίππου κατά του συμμαχικού στρατού των πόλεων της νότιας Ελλάδας.
Μετά την επίσημη λήξη του Γ' Ιερού Πολέμου [11] με την υπογραφή της Φιλοκρατείου Ειρήνης,[12] ο Φίλιππος έστρεψε την προσοχή του στα βόρεια και ανατολικά σύνορα του κράτους του. Αφού μετέτρεψε τη Θράκη σε μακεδονική επαρχία, ανέλαβε μία εκστρατεία κατά των Σκύθων στη περιοχή του Ίστρου (Δούναβη). Με στρατιωτικές νίκες, αλλά και με τη σύναψη συμμαχιών, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στους λαούς της περιοχής. Το 339 π.Χ., ο Φίλιππος αναμείχθηκε στον Δ' Ιερό Πόλεμο, ενώ οι Αθηναίοι [13] με πρωτοβουλία του Δημοσθένη [14]προσπαθούσαν να οργανώσουν μία συμμαχία κατά των Μακεδόνων. Η τελική σύγκρουση στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., έληξε με νίκη των δυνάμεων του Φιλίππου κατά του συμμαχικού στρατού των πόλεων της νότιας Ελλάδας.
Το μακεδονικό βασίλειο στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Β', 360-336 π.Χ. |
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ Ο Φίλιππος είχε αρχίσει αρκετά νωρίς να διαμορφώνει σχέδιο για την κατάκτηση της Μ. Ασίας, που έμοιαζε αρκετά με ανάλογα προγράμματα που είχαν υποστηρίξει και ρήτορες της εποχής. Το πρώτο σκέλος του σχεδίου αφορούσε τον τερματισμό των εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Αυτό είχε πια επιτευχθεί, καθώς ο Φίλιππος μετά τη μάχη της Χαιρώνειας ήλεγχε όλο τον ελλαδικό χώρο. Το 337 π.Χ. κάλεσε τις ελληνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκη ειρήνης στον Ισθμό της Κορίνθου. Λίγο αργότερα οργανώθηκε και μία επιθετική συμμαχία με στόχο τη συνένωση των Ελλήνων και την προετοιμασία της εκστρατείας κατά της Περσίας. Ως αιτία της επιθετικής αυτής κίνησης προβλήθηκε η τιμωρία των Περσών για την καταστροφή ελληνικών ιερών. Στην πραγματικότητα όμως ο Φίλιππος απέβλεπε στην εδραίωση της ηγεμονικής του θέσης μεταξύ των Ελλήνων.
ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Για να αντιμετωπίσει ο Φίλιππος Β' το οξύ πρόβλημα της ενοποίησης διαφόρων κατακτημένων περιοχών σ’ ένα βασίλειο, κατέφυγε σε μία σειρά νέων μέτρων. Στη Θράκη επέβαλε καθεστώς εξωτερικής επαρχίας υπό Μακεδόνα στρατηγό. Με μετακινήσεις πληθυσμών κι αποστολή αποίκων από το Παλαιό Βασίλειο κατόρθωσε να μετασχηματίσει τις παλιές ανεξάρτητες πόλεις και κώμες σε πόλεις του βασιλείου και να τις συγχωνεύσει σ’ ένα έθνος. Γενικά, ο Φίλιππος υιοθέτησε θεσμούς τουΚοινού των Θεσσαλών και των Χαλκιδέων.[15] Υποδιαίρεσε το βασίλειο σε χώρες πόλεων που αποτελούσαν και στρατολογικές περιφέρειες και δημιούργησε πολιτειακά όργανα όπου δεν υπήρχαν. Επίσης χώρισε τη χώρα σε 4 διοικητικά τμήματα και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τη θέση του βασιλιά.
ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Για να αντιμετωπίσει ο Φίλιππος Β' το οξύ πρόβλημα της ενοποίησης διαφόρων κατακτημένων περιοχών σ’ ένα βασίλειο, κατέφυγε σε μία σειρά νέων μέτρων. Στη Θράκη επέβαλε καθεστώς εξωτερικής επαρχίας υπό Μακεδόνα στρατηγό. Με μετακινήσεις πληθυσμών κι αποστολή αποίκων από το Παλαιό Βασίλειο κατόρθωσε να μετασχηματίσει τις παλιές ανεξάρτητες πόλεις και κώμες σε πόλεις του βασιλείου και να τις συγχωνεύσει σ’ ένα έθνος. Γενικά, ο Φίλιππος υιοθέτησε θεσμούς τουΚοινού των Θεσσαλών και των Χαλκιδέων.[15] Υποδιαίρεσε το βασίλειο σε χώρες πόλεων που αποτελούσαν και στρατολογικές περιφέρειες και δημιούργησε πολιτειακά όργανα όπου δεν υπήρχαν. Επίσης χώρισε τη χώρα σε 4 διοικητικά τμήματα και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τη θέση του βασιλιά.
ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Οι πρόσφατες πρόοδοι της αρχαιολογίας, ιδίως της επιγραφικής και νομισματικής, επιτρέπουν το σχηματισμό μιας σαφούς εικόνας της Μακεδονικής πολιτείας. Το κυρίαρχο στοιχείο του πολιτεύματος είναι ο βασιλιάς, αρχιερέας, αρχιδικαστής και αρχιστράτηγος. Η ελευθερία των κινήσεών του περιορίζεται από το νόμο, το εθιμικό δίκαιο που καθορίζει τις σχέσεις του με το έθνος και ιδίως με τα άλλα μέλη της δυναστείας και τους εταίρους του, τους αυλικούς δηλαδή αξιωματούχους με τη βοήθεια των οποίων κυβερνά. Η κυρίαρχη θέση του βασιλιά οφείλεται στην αίγλη της ηρωικής καταγωγής και των κτήσεων του ίδιου και των προγόνων του, καθώς και στον πλούτο που του αποφέρει η χώρα που διαχειρίζεται. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας με τη συνακόλουθη ανάπτυξη των αστικών κέντρων και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του 4ου αιώνα π.Χ. θα αναδείξουν τόσο τις πόλεις του βασιλείου, όσο και την «εκκλησία του έθνους» σε σημαντικά στοιχεία του πολιτικού βίου στη Μακεδονία.
Οι πρόσφατες πρόοδοι της αρχαιολογίας, ιδίως της επιγραφικής και νομισματικής, επιτρέπουν το σχηματισμό μιας σαφούς εικόνας της Μακεδονικής πολιτείας. Το κυρίαρχο στοιχείο του πολιτεύματος είναι ο βασιλιάς, αρχιερέας, αρχιδικαστής και αρχιστράτηγος. Η ελευθερία των κινήσεών του περιορίζεται από το νόμο, το εθιμικό δίκαιο που καθορίζει τις σχέσεις του με το έθνος και ιδίως με τα άλλα μέλη της δυναστείας και τους εταίρους του, τους αυλικούς δηλαδή αξιωματούχους με τη βοήθεια των οποίων κυβερνά. Η κυρίαρχη θέση του βασιλιά οφείλεται στην αίγλη της ηρωικής καταγωγής και των κτήσεων του ίδιου και των προγόνων του, καθώς και στον πλούτο που του αποφέρει η χώρα που διαχειρίζεται. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας με τη συνακόλουθη ανάπτυξη των αστικών κέντρων και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του 4ου αιώνα π.Χ. θα αναδείξουν τόσο τις πόλεις του βασιλείου, όσο και την «εκκλησία του έθνους» σε σημαντικά στοιχεία του πολιτικού βίου στη Μακεδονία.
Αγαλμάτιο έφιππου νεαρού Μακεδόνα |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η νομαδική κτηνοτροφία είναι από την αρχή μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες των Μακεδόνων, όπως βεβαιώνουν τα φιλολογικά κείμενα, οι επιγραφές και τα νομίσματα. Στα προσχωματικά εδάφη της Πιερίας και της Βοττίας αναπτύσσεται παράλληλα, από πολύ νωρίς, η γεωργία, που ευνοείται από τα έργα αποξήρανσης των ελών και παροχέτευσης των υδάτων που αναλαμβάνει ο Φίλιππος Β'. Οι μετοικεσίες που οργανώνει συμβάλλουν στην αξιοποίηση καλλιεργήσιμων γαιών. Η εκμετάλλευση των ορυχείων (χαλκού, χρυσού, σιδήρου, αργύρου), που ήταν αποκλειστικά βασιλική ιδιοκτησία, μαζί με εκείνη των βασιλικών δασών, αποτελούσε τις δύο βάσεις της υλικής δύναμης της μοναρχίας. Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μεταποίησης των πρώτων αυτών υλών και η εμπορευματοποίησή τους οδήγησε στην επέκταση των αστικών οικισμών και στην ακμή του εμπορίου. Ως το 352 π.Χ. περίπου ο Φίλιππος εκδίδει αργυρά μόνο νομίσματα και επιτρέπει στις πόλεις που καταλαμβάνει, χωρίς να τις ενσωματώνει στη Μακεδονία (π.χ. Φίλιπποι), να εκδίδουν τα δικά τους. Μετά το 352 π.Χ., αρχίζει να κόβει χρυσούς στατήρες (δίδραχμα), που ονομάστηκαν «φιλιππικοί» κι ακολουθούν τον αττικό κανόνα περί σταθμών. Καθώς είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε χρυσό, γρήγορα έγιναν περιζήτητοι στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών, όσο και οι «δαρεικοί».
Η νομαδική κτηνοτροφία είναι από την αρχή μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες των Μακεδόνων, όπως βεβαιώνουν τα φιλολογικά κείμενα, οι επιγραφές και τα νομίσματα. Στα προσχωματικά εδάφη της Πιερίας και της Βοττίας αναπτύσσεται παράλληλα, από πολύ νωρίς, η γεωργία, που ευνοείται από τα έργα αποξήρανσης των ελών και παροχέτευσης των υδάτων που αναλαμβάνει ο Φίλιππος Β'. Οι μετοικεσίες που οργανώνει συμβάλλουν στην αξιοποίηση καλλιεργήσιμων γαιών. Η εκμετάλλευση των ορυχείων (χαλκού, χρυσού, σιδήρου, αργύρου), που ήταν αποκλειστικά βασιλική ιδιοκτησία, μαζί με εκείνη των βασιλικών δασών, αποτελούσε τις δύο βάσεις της υλικής δύναμης της μοναρχίας. Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μεταποίησης των πρώτων αυτών υλών και η εμπορευματοποίησή τους οδήγησε στην επέκταση των αστικών οικισμών και στην ακμή του εμπορίου. Ως το 352 π.Χ. περίπου ο Φίλιππος εκδίδει αργυρά μόνο νομίσματα και επιτρέπει στις πόλεις που καταλαμβάνει, χωρίς να τις ενσωματώνει στη Μακεδονία (π.χ. Φίλιπποι), να εκδίδουν τα δικά τους. Μετά το 352 π.Χ., αρχίζει να κόβει χρυσούς στατήρες (δίδραχμα), που ονομάστηκαν «φιλιππικοί» κι ακολουθούν τον αττικό κανόνα περί σταθμών. Καθώς είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε χρυσό, γρήγορα έγιναν περιζήτητοι στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών, όσο και οι «δαρεικοί».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ'
Η δολοφονία του Φιλίππου Β', το φθινόπωρο του 336 π.Χ., έφερε στο θρόνο της Μακεδονίας τον γιο του Αλέξανδρο Γ'. Χάρη στην ταχύτητα των κινήσεών του κατόρθωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες να αναγνωριστεί ως άρχων των Θεσσαλών, ηγεμόνας του Κοινού των Αμφικτυόνων στις Θερμοπύλες, καθώς και ηγεμόνας και στρατηγός αυτοκράτωρ της Συμμαχίας της Κορίνθου (336 π.Χ.). Αφού εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα του βασιλείου του, αντιμετώπισε τις αντιμακεδονικές ενέργειες των νοτιοελλαδικών πόλεων με την καταστροφή της Θήβας και την εγκατάσταση μακεδονικών φρουρών στις εχθρικές πόλεις. Αφήνοντας τον γηραιό στρατηγό Αντίπατρο ως τοποτηρητή του, την άνοιξη του 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πανελλήνια εκστρατεία του για τιμωρία των Περσών και απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων στα παράλια της Μ. Ασίας, από τον περσικό ζυγό. Με στρατιά πολυάριθμη για τα μέτρα της εποχής, κατέλυσε το αχανές περσικό κράτος και έφτασε μέχρι τον Ινδό ποταμό. Οργάνωσε την αυτοκρατορία του διατηρώντας ανάμεσα στα άλλα την παλαιά διοίκηση, κόβοντας ισχυρό νόμισμα και εισάγοντας την ελληνική παιδεία και γλώσσα. Με τις παράλληλες εξερευνητικές αποστολές που πραγματοποίησε πρόσφερε πολύτιμες νέες γνώσεις για τη μορφή του κόσμου. Με την καθιέρωση των αρχών της ισοπολιτείας, ο Αλέξανδρος έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μετέπειτα ανάπτυξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η διάδοση του χριστιανισμού. Έχοντας αλλάξει τη μορφή και την πορεία του κόσμου ο Αλέξανδρος Γ' πέθανε στα 33 χρόνια, αφού έμεινε στην ιστορία ως Μέγας, αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το μεγαλόπνοο έργο του.[16]
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Γ'
Σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Αρριανό, στο έργο του «Αλεξάνδρου ανάβαση», ο Αλέξανδρος το 324 στην πόλη Ώπι, απευθύνεται στους στρατιώτες του και λέει: «Ξεκινώντας από τη χώρα αυτή, που ούτε εσάς έτρεφε με επάρκεια, άνοιξα αμέσως για χάρη σας τα στενά του Ελλησπόντου, μολονότι εκείνη την εποχή τον έλεγχο της θάλασσας κατείχαν οι Πέρσες. Αφού στη συνέχεια νίκησα με το ιππικό μου τους σατράπες του Δαρείου πρόσθεσα ολόκληρη την Ιωνία στη δική σας εξουσία. Ακόμη ολόκληρη την Αιολίδα και τις δύο Φρυγίες και τους Λυδούς, ενώ κυρίευσα τη Μίλητο με πολιορκία. Και σας έδωσα να απολαμβάνετε τις προσόδους από όλες τις άλλες χώρες που θεληματικά υποτάχτηκαν στη δύναμή μου. Σε σας ανήκουν και όλα τα αγαθά από την Αίγυπτο και την Κυρήνη που κατέκτησα αμαχητί. Δικά σας κτήματα είναι η κοίλη Συρία, η Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία. Δικές σας και η Βαβυλώνα, η Βακτρία και τα Σούσα. Δικά σας και ο πλούτος των Λυδών και οι θησαυροί των Περσών και τα αγαθά της Ινδίας και του ωκεανού». Ο Αρριανός παρουσιάζει όλη την έκταση της χερσαίας εκστρατείας που έκαναν οι Μακεδόνες στρατιώτες του Αλέξανδρου. Ακόμη, στο ναύαρχο Νέαρχο ανέθεσε ο Αλέξανδρος την πολύ σπουδαία αποστολή της εξερεύνησης των ακτών του Ινδικού Ωκεανού και του Περσικού κόλπου.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Στα ελληνιστικά κράτη που διαμορφώθηκαν στην Ανατολή, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εμφανίστηκε ένας νέος τύπος πολιτεύματος, η ελληνιστική μοναρχία. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν ο προσωπικός χαρακτήρας της εξουσίας του μονάρχη, η αρχή της κληρονομικής διαδοχής και η λατρεία του ηγεμόνα. Αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν βέβαια, αλλά δεν μετέβαλαν ουσιαστικά το πολίτευμα του μακεδονικού κράτους των Αντιγονιδών, που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά της κλασικής περιόδου. Το μακεδονικό κράτος συνίσταται από το «έθνος» των Μακεδόνων και τον βασιλιά, που στη Μακεδονία δεν θεοποιήθηκε, όπως συνέβη στις ελληνιστικές μοναρχίες της Ανατολής. Οι εταίροι της βασιλικής αυλής αποκαλούνται τώρα «φίλοι» του βασιλέα και εξακολουθούν να επηρεάζουν την άσκηση της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά η άνθηση του αστικού βίου θα οδηγήσει στην ενίσχυση του ρόλου των πόλεων και στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό τους. Όμως παρά την αστικοποίηση της χώρας και την ανάπτυξη δευτερογενών και τριτογενών δραστηριοτήτων (στοιχεία νεωτερικά για την εποχή) η τάξη των μικρών γαιοκτημόνων διατήρησε την ισχύ της κι οι έμποροι και βιοτέχνες δεν κατόρθωσαν να προαχθούν κοινωνικά ή πολιτικά.
Στα ελληνιστικά κράτη που διαμορφώθηκαν στην Ανατολή, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εμφανίστηκε ένας νέος τύπος πολιτεύματος, η ελληνιστική μοναρχία. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν ο προσωπικός χαρακτήρας της εξουσίας του μονάρχη, η αρχή της κληρονομικής διαδοχής και η λατρεία του ηγεμόνα. Αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν βέβαια, αλλά δεν μετέβαλαν ουσιαστικά το πολίτευμα του μακεδονικού κράτους των Αντιγονιδών, που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά της κλασικής περιόδου. Το μακεδονικό κράτος συνίσταται από το «έθνος» των Μακεδόνων και τον βασιλιά, που στη Μακεδονία δεν θεοποιήθηκε, όπως συνέβη στις ελληνιστικές μοναρχίες της Ανατολής. Οι εταίροι της βασιλικής αυλής αποκαλούνται τώρα «φίλοι» του βασιλέα και εξακολουθούν να επηρεάζουν την άσκηση της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά η άνθηση του αστικού βίου θα οδηγήσει στην ενίσχυση του ρόλου των πόλεων και στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό τους. Όμως παρά την αστικοποίηση της χώρας και την ανάπτυξη δευτερογενών και τριτογενών δραστηριοτήτων (στοιχεία νεωτερικά για την εποχή) η τάξη των μικρών γαιοκτημόνων διατήρησε την ισχύ της κι οι έμποροι και βιοτέχνες δεν κατόρθωσαν να προαχθούν κοινωνικά ή πολιτικά.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η κατάκτηση της Ανατολής από τον Αλέξανδρο δημιούργησε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο που εκτεινόταν από τα παράλια του Ιονίου ως τα ανατολικά σύνορα της Περσίας και από τη Χερσόνησο του Αίμου ως την Κυρηναϊκή, την Αίγυπτο και τον Περσικό Κόλπο. Το ελληνικό στοιχείο δραστηριοποιήθηκε έντονα και εκμεταλλεύτηκε τις νέες προοπτικές που ανοίχτηκαν στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές υπηρεσίες. Στην οικονομία της Μακεδονίας εισέρρευσε μεγάλο μέρος του πλούτου που έφεραν μαζί τους οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου που επέστρεφαν στη χώρα τους. Οι λεηλασίες όμως των ηπειρωτικών στρατευμάτων και αργότερα των Γαλατών επέφεραν ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ζωή της Μακεδονίας, που μπήκε σε μία φάση ανάκαμψης επί Αντιγόνου Γονατά. Ο χαρακτήρας της μακεδονικής οικονομίας των ελληνιστικών χρόνων δεν μεταβλήθηκε ριζικά σε σχέση με την κλασική περίοδο. Βάση της εξακολουθούν να αποτελούν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ γίνονται εξαγωγές σιδήρου και χαλκού, καθώς και άλλων προϊόντων, όπως ξυλείας, ρητίνης, πίσσας, καννάβεως και λιναριού. Παράλληλα όμως στα αστικά κέντρα αναπτύσσονται δευτερογενείς και τριτογενείς οικονομικές δραστηριότητες. Πηγή πλούτου αποτελούν επίσης τα λιμάνια της χώρας, το Δίον, η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη, η Κασσάνδρεια και η Νεάπολη.
Η κατάκτηση της Ανατολής από τον Αλέξανδρο δημιούργησε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο που εκτεινόταν από τα παράλια του Ιονίου ως τα ανατολικά σύνορα της Περσίας και από τη Χερσόνησο του Αίμου ως την Κυρηναϊκή, την Αίγυπτο και τον Περσικό Κόλπο. Το ελληνικό στοιχείο δραστηριοποιήθηκε έντονα και εκμεταλλεύτηκε τις νέες προοπτικές που ανοίχτηκαν στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές υπηρεσίες. Στην οικονομία της Μακεδονίας εισέρρευσε μεγάλο μέρος του πλούτου που έφεραν μαζί τους οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου που επέστρεφαν στη χώρα τους. Οι λεηλασίες όμως των ηπειρωτικών στρατευμάτων και αργότερα των Γαλατών επέφεραν ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ζωή της Μακεδονίας, που μπήκε σε μία φάση ανάκαμψης επί Αντιγόνου Γονατά. Ο χαρακτήρας της μακεδονικής οικονομίας των ελληνιστικών χρόνων δεν μεταβλήθηκε ριζικά σε σχέση με την κλασική περίοδο. Βάση της εξακολουθούν να αποτελούν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ γίνονται εξαγωγές σιδήρου και χαλκού, καθώς και άλλων προϊόντων, όπως ξυλείας, ρητίνης, πίσσας, καννάβεως και λιναριού. Παράλληλα όμως στα αστικά κέντρα αναπτύσσονται δευτερογενείς και τριτογενείς οικονομικές δραστηριότητες. Πηγή πλούτου αποτελούν επίσης τα λιμάνια της χώρας, το Δίον, η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη, η Κασσάνδρεια και η Νεάπολη.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΙΑ (480-168 π.Χ.)
Η νομισματοκοπία των Μακεδόνων βασιλέων ξεκίνησε στις Αιγές γύρω στο 480 π.Χ., όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α'. Οι κανόνες περί σταθμών και τα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν (αρχικά άργυρος, αργότερα χρυσός και χαλκός), οι περιοχές όπου έφθασαν τα νομίσματα, αλλά και οι παραστάσεις και οι επιγραφές τους, υποδηλώνουν τη δύναμη κάθε βασιλιά, τις απόψεις του για το θεσμό της βασιλείας και το εύρος των εμπορικών σχέσεων που είχε το κράτος του. Εκτός από τα νομίσματα του Αλεξάνδρου Α', εκείνα των κατοπινών βασιλέων ως τον Φίλιππο Β', δεν κυκλοφόρησαν έξω από τα όρια του κράτους εξαιτίας της αστάθειας που χαρακτήριζε τη ζωή του βασιλείου. Μεγάλη διάδοση γνώρισε το χρήμα του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου Γ'. Μάλιστα, τα αργυρά νομίσματα του τελευταίου υπήρξαν τα δημοφιλέστερα της αρχαιότητας. Η κυκλοφορία της νομισματικής παραγωγής των ελληνιστικών βασιλέων περιορίστηκε πάλι στα όρια του μακεδονικού βασιλείου και στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την κλασική περίοδο τα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας βασιλικά νομίσματα κοσμούνται με θέματα παραδοσιακά αλλά και νεωτερικά που φανερώνουν την προσπάθεια των εκδοτών τους να αναγάγουν την καταγωγή τους στο μυθικό γενάρχη της δυναστείας. Κατά την ελληνιστική περίοδο τα θέματα έχουν σαφέστερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα ενώ εισάγεται και το στοιχείο του ρεαλιστικού πορτραίτου του μονάρχη. Οι Διάδοχοι θα καθιερώσουν και την αναγραφή στα νομίσματα του βασιλικού τίτλου, που απουσίαζε από τις νομισματικές παραγωγές προγενέστερων βασιλέων.
Η νομισματοκοπία των Μακεδόνων βασιλέων ξεκίνησε στις Αιγές γύρω στο 480 π.Χ., όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α'. Οι κανόνες περί σταθμών και τα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν (αρχικά άργυρος, αργότερα χρυσός και χαλκός), οι περιοχές όπου έφθασαν τα νομίσματα, αλλά και οι παραστάσεις και οι επιγραφές τους, υποδηλώνουν τη δύναμη κάθε βασιλιά, τις απόψεις του για το θεσμό της βασιλείας και το εύρος των εμπορικών σχέσεων που είχε το κράτος του. Εκτός από τα νομίσματα του Αλεξάνδρου Α', εκείνα των κατοπινών βασιλέων ως τον Φίλιππο Β', δεν κυκλοφόρησαν έξω από τα όρια του κράτους εξαιτίας της αστάθειας που χαρακτήριζε τη ζωή του βασιλείου. Μεγάλη διάδοση γνώρισε το χρήμα του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου Γ'. Μάλιστα, τα αργυρά νομίσματα του τελευταίου υπήρξαν τα δημοφιλέστερα της αρχαιότητας. Η κυκλοφορία της νομισματικής παραγωγής των ελληνιστικών βασιλέων περιορίστηκε πάλι στα όρια του μακεδονικού βασιλείου και στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την κλασική περίοδο τα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας βασιλικά νομίσματα κοσμούνται με θέματα παραδοσιακά αλλά και νεωτερικά που φανερώνουν την προσπάθεια των εκδοτών τους να αναγάγουν την καταγωγή τους στο μυθικό γενάρχη της δυναστείας. Κατά την ελληνιστική περίοδο τα θέματα έχουν σαφέστερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα ενώ εισάγεται και το στοιχείο του ρεαλιστικού πορτραίτου του μονάρχη. Οι Διάδοχοι θα καθιερώσουν και την αναγραφή στα νομίσματα του βασιλικού τίτλου, που απουσίαζε από τις νομισματικές παραγωγές προγενέστερων βασιλέων.
ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ
Ο αιφνίδιος θάνατος του Αλεξάνδρου Γ' το 323 π.Χ. προκάλεσε αλλεπάλληλες κρίσεις και κλυδωνισμούς στην αυτοκρατορία του, που τελικά οδήγησαν στη διάλυσή της. Το θέμα της διαδοχής διευθετήθηκε με την αναγόρευση του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου και του αγέννητου τότε ακόμη Αλεξάνδρου Δ' ως συμβασιλέων. Η αδυναμία των συμβασιλέων να ασκήσουν την εξουσία κατέστησε απαραίτητη την ανάληψή της από ομάδα στρατηγών. Τις κυριότερες θέσεις κατείχαν ο Περδίκκας, επιμελητής της βασιλείας, δηλαδή ουσιαστικός κηδεμόνας των βασιλέων και κύριος των βασιλικών δυνάμεων της Ασίας, και ο Αντίπατρος, στρατηγός της Ευρώπης με εξουσίες αντιβασιλέα στη Μακεδονία. Μεταξύ των τοπικών διοικητών πιο σημαντικοί αναδείχτηκαν ο Λυσίμαχος, κύριος της στρατηγικά επίκαιρης Θράκης, και οΠτολεμαίος Α', της εύφορης και πλούσιας Αιγύπτου. Ο διακανονισμός αυτός δεν διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Αλέξανδρος Γ' είχε πεθάνει πριν προλάβει να δημιουργήσει τις συνεκτικές εκείνες δομές που θα διατηρούσαν την αυτοκρατορία του ενωμένη εξομαλύνοντας τις πολιτιστικές, θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στους λαούς της. Οι επονομαζόμενοι Διάδοχοι επιδόθηκαν σε συνεχείς αγώνες στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο με στόχο τον έλεγχο της αυτοκρατορίας. Ο Περδίκκας αρχικά και αργότερα ο Αντίγονος Α' Μονόφθαλμος αγωνίστηκαν για να εξασφαλίσουν τη μονοκρατορία.Έτσι, μετά από 50 σχεδόν χρόνια συνεχών αναμετρήσεων, όπου στη διάρκειά τους έχασαν τη ζωή τους οι νόμιμοι βασιλείς, αλλά κι ορισμένοι από τους Διαδόχους, τα κράτη που διαμορφώθηκαν στο χώρο της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου ήταν τα εξής: το μακεδονικό κράτος που περιλάμβανε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και κτήσεις στη νότια Ελλάδα υπό τους απογόνους του Αντιπάτρου πρώτα και του Αντιγόνου αργότερα, το κράτος του Σέλευκου στην Ανατολή και το κράτος του Πτολεμαίου Α' στην Αίγυπτο.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Αλεξάνδρου Γ' το 323 π.Χ. προκάλεσε αλλεπάλληλες κρίσεις και κλυδωνισμούς στην αυτοκρατορία του, που τελικά οδήγησαν στη διάλυσή της. Το θέμα της διαδοχής διευθετήθηκε με την αναγόρευση του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου και του αγέννητου τότε ακόμη Αλεξάνδρου Δ' ως συμβασιλέων. Η αδυναμία των συμβασιλέων να ασκήσουν την εξουσία κατέστησε απαραίτητη την ανάληψή της από ομάδα στρατηγών. Τις κυριότερες θέσεις κατείχαν ο Περδίκκας, επιμελητής της βασιλείας, δηλαδή ουσιαστικός κηδεμόνας των βασιλέων και κύριος των βασιλικών δυνάμεων της Ασίας, και ο Αντίπατρος, στρατηγός της Ευρώπης με εξουσίες αντιβασιλέα στη Μακεδονία. Μεταξύ των τοπικών διοικητών πιο σημαντικοί αναδείχτηκαν ο Λυσίμαχος, κύριος της στρατηγικά επίκαιρης Θράκης, και οΠτολεμαίος Α', της εύφορης και πλούσιας Αιγύπτου. Ο διακανονισμός αυτός δεν διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αργυρό τετράδραχμο Πτολεμαίου Α' |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΔΟΧΩΝ
Year (BC) | KINGDOM OF MACEDONIA | SELEUCID KINGDOM | KINGDOM OF THE PTOLEMIES |
325 | Philip III Arrhidaios (323-317 BC) + Alexander IV (323-308/7? BC) | ||
315 | Seleukos I Nikator (312-281 BC) | ||
305 | Cassander (305-297 BC) Philip IV (297 BC) Antipater I (297-294 BC) + Alexander V (297-294 BC) | Ptolemy I Soter (305-282 BC) | |
295 | Demetrios I Poliorketes (294-287 BC) Pyrrhos (287-285 BC) | ||
285 | Lysimachos (285-281 BC) Ptolemy Keraunos (281-279 BC) [Sosthenes] (279-276 BC) Antigonos Gonatas (276-240/39 BC) | Antiochos I Soter (281-261 BC) | Ptolemy II Philadelphos (282-246 BC) |
275 | |||
265 | Antiochos II Theos (261-246 BC) | ||
255 | Seleukos II Kallinikos (246-225 BC) | Ptolemy III Euergetes I (246-222 BC) | |
245 | Demetrios II Aitolikos (239-229 BC) | ||
235 | Antigonos Doson (229-221 BC) | ||
225 | Philip V (221-179 BC) | Seleukos III Soter (225-223 BC) Antiochos III the Great (223-187 BC) | Ptolemy IV Philopator I (222-205 BC) |
215 | |||
205 | Ptolemy V Epiphanes (204-180 BC) | ||
195 | Seleukos IV Philopator (187-174 BC) | ||
185 | Perseus (179-168 BC) | Ptolemy VI Philometor (180-145 BC) + Ptolemy VII Philometor (180-145 BC) | |
175 | Antiochos IV Epiphanes (174-164 BC) | ||
165 | Antiochos V Eupator (163-162 BC) Demetrios I Soter (162-150 BC) | ||
155 | Alexander Balas (150-145 BC) | ||
145 | Demetrios II Nikator (145-140 BC) + Antiochos VI Epiphanes (145-142 BC) Antiochos VII Sidetes (138-129 BC) | Ptolemy VIII Physkon (145-116 BC) | |
135 | Demetrios II Nikator (129-125 BC) + Cleopatra Thea (126-121 BC) | ||
125 | Antiochos VIII Grypos (125-96 BC) + Seleukos V (125 BC) | ||
115 | Antiochos IX Kyzikenos (115-95 BC) | Cleopatra III (116-101 BC) + Ptolemy IX Lathyros (116-107 BC) | |
105 | Ptolemy X Alexander I (107-88 BC) | ||
95 | Seleukos VI Epiphanes (96-95 BC) Demetrios III Philopator (95-88 BC) + Antiochos X Eusebes (95-83 BC) Antiochos XI Philadelphos (94 BC) Philip I Philadelphos (94-83 BC) Antiochos XII Dionysos (87-84 BC) | Ptolemy XI Soter II (88-81 BC) | |
85 | Tigranes (83-69 BC) | Ptolemy XII Auletes (80-58 BC) | |
75 | Antiochos XIII Asiatikos (69-64 BC) | ||
65 | Philip II (65-64 BC) | ||
60 | Berenice (58-55 BC) | ||
55 | Ptolemy XII Auletes (55-51 BC) Cleopatra VII (51-30 BC) + Ptolemy XIII (51-47 BC) Ptolemy XIV (47-44 BC) | ||
45 | Ptolemy XV (Caesarion) (44-30 BC) |
ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΕΣ
Οι πολιτικές ανακατατάξεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις της εποχής των Διαδόχων δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την περιοχή της Μακεδονίας. Μετά από αλλεπάλληλες εδαφικές αυξομειώσεις το βασίλειο της Μακεδονίας υπό τη διοίκηση των Αντιγονιδών γνώρισε μία περίοδο οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης διατηρώντας τη στρατιωτική υπεροχή του έναντι της νοτιότερης Ελλάδας. Τα πολιτικά προσόντα των ηγεμόνων του προσέδωσαν στο μακεδονικό βασίλειο τη σπουδαιότητα που είχε επί Φιλίππου Β', χωρίς όμως τελικά να κατορθώσουν να αποτρέψουν τη ρωμαϊκή επέκταση στην ελληνική ανατολή.
Οι πολιτικές ανακατατάξεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις της εποχής των Διαδόχων δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την περιοχή της Μακεδονίας. Μετά από αλλεπάλληλες εδαφικές αυξομειώσεις το βασίλειο της Μακεδονίας υπό τη διοίκηση των Αντιγονιδών γνώρισε μία περίοδο οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης διατηρώντας τη στρατιωτική υπεροχή του έναντι της νοτιότερης Ελλάδας. Τα πολιτικά προσόντα των ηγεμόνων του προσέδωσαν στο μακεδονικό βασίλειο τη σπουδαιότητα που είχε επί Φιλίππου Β', χωρίς όμως τελικά να κατορθώσουν να αποτρέψουν τη ρωμαϊκή επέκταση στην ελληνική ανατολή.
ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ ΓΟΝΑΤΑΣ
Με τον Αντίγονο Γονατά [17] αρχίζει ουσιαστικά η δυναστεία που ιδρύθηκε από τον παππού του Αντίγονο Α' Μονόφθαλμο.[18] Μετά τις καταστροφικές γαλατικές επιδρομές (279-276 π.Χ.), ο Αντίγονος εκμεταλλεύτηκε νίκη του επί των Γαλατών κοντά στη Λυσιμάχεια της Θράκης, για να αναγνωριστεί βασιλιάς στη Μακεδονία. Στόχος του ήταν η δημογραφική και οικονομική ανάρρωση του μακεδονικού βασιλείου και η διασφάλιση των κτήσεών του στη νοτιότερη Ελλάδα (Δημητριάδα, Χαλκίδα, Κόρινθο, ίσως και Πειραιά). Αφού αντιμετώπισε τον Πύρρο της Ηπείρου και συμφιλιώθηκε με τη Σπάρτη, νίκησε τους συνασπισμένους Αθηναίους, Σπαρτιάτες, μερικά πελοποννησιακά κράτη και τον Πτολεμαίο Β' στο Χρεμωνίδειο πόλεμο (267-261 π.Χ.). Χάρη στις νίκες του στις ναυμαχίες της Άνδρου και της Κω απέσπασε από τους Πτολεμαίους τη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο. Ωστόσο δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία [19] να ενισχύσει της θέσεις της και να προσαρτήσει την Κόρινθο μαζί με τη στρατιωτικής σημασίας ακρόπολή της. Ο Αντίγονος Γονατάς πέθανε λίγο αργότερα (240 ή 239 π.Χ.), χωρίς να μπορέσει να την ανακαταλάβει.
Με τον Αντίγονο Γονατά [17] αρχίζει ουσιαστικά η δυναστεία που ιδρύθηκε από τον παππού του Αντίγονο Α' Μονόφθαλμο.[18] Μετά τις καταστροφικές γαλατικές επιδρομές (279-276 π.Χ.), ο Αντίγονος εκμεταλλεύτηκε νίκη του επί των Γαλατών κοντά στη Λυσιμάχεια της Θράκης, για να αναγνωριστεί βασιλιάς στη Μακεδονία. Στόχος του ήταν η δημογραφική και οικονομική ανάρρωση του μακεδονικού βασιλείου και η διασφάλιση των κτήσεών του στη νοτιότερη Ελλάδα (Δημητριάδα, Χαλκίδα, Κόρινθο, ίσως και Πειραιά). Αφού αντιμετώπισε τον Πύρρο της Ηπείρου και συμφιλιώθηκε με τη Σπάρτη, νίκησε τους συνασπισμένους Αθηναίους, Σπαρτιάτες, μερικά πελοποννησιακά κράτη και τον Πτολεμαίο Β' στο Χρεμωνίδειο πόλεμο (267-261 π.Χ.). Χάρη στις νίκες του στις ναυμαχίες της Άνδρου και της Κω απέσπασε από τους Πτολεμαίους τη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο. Ωστόσο δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία [19] να ενισχύσει της θέσεις της και να προσαρτήσει την Κόρινθο μαζί με τη στρατιωτικής σημασίας ακρόπολή της. Ο Αντίγονος Γονατάς πέθανε λίγο αργότερα (240 ή 239 π.Χ.), χωρίς να μπορέσει να την ανακαταλάβει.
Μακεδονική φάλαγγα |
Με την άνοδό του στο μακεδονικό θρόνο (239 π.Χ.) ο Δημήτριος Β' [20] είχε να αντιμετωπίσει στο «Δημητριακό πόλεμο» τις δύο ισχυρές Συμπολιτείες των Αιτωλών και των Αχαιών, που υποστηρίζονταν από τον Πτολεμαίο Γ’ της Αιγύπτου. Ο θάνατός του 10 χρόνια αργότερα (229 π.Χ.), άφηνε τη μακεδονική επιρροή σημαντικά εξασθενημένη στην κεντρική Ελλάδα, τη νοτιότερη Θεσσαλία στα χέρια των Αιτωλών, τους Δαρδάνους να απειλούν τη Μακεδονία από το Βορρά και ως διάδοχό του ένα ανήλικο παιδί. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ένας ξάδελφος του Δημητρίου, ο Αντίγονος, ο επονομαζόμενος Δώσων,[21] αρχικά ως επίτροπος κι αργότερα, σε αναγνώριση των επιτυχιών του, ως βασιλέας. Ο Δώσων απώθησε τους βαρβάρους, αποκατέστησε την επικυριαρχία των Μακεδόνων στη Θεσσαλία και την επιρροή τους στην κεντρική Ελλάδα και έθεσε υπό μακεδονικό έλεγχο μεγάλο τμήμα της Καρίας στη Μ. Ασία. Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν ότι υποχρέωσε τους Αχαιούς να συμμαχήσουν μαζί του, να του παραχωρήσουν τον Ακροκόρινθο και να συμπράξουν μαζί του στην οργάνωση της Ελληνικής Συμμαχίας (224 π.Χ.), στην οποία συμμετείχαν οι Ηπειρώτες, οι Φωκείς, οι Βοιωτοί, οι Ακαρνάνες, οι Θεσσαλοί, οι Αχαιοί και οι Μακεδόνες. Το 222 π.Χ. στη μάχη της Σελλασίας, ο Αντίγονος ως «ηγεμών» της Ελληνικής Συμμαχίας νίκησε το μεταρρυθμιστή Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ', εξασφαλίζοντας την υπεροχή του μακεδονικού βασιλείου στη νοτιότερη Ελλάδα. Πεθαίνοντας το 221 π.Χ. άφησε στο μακεδονικό θρόνο τον 17χρονο Φίλιππο Ε' να αντιμετωπίσει τη νέα επίθεση των Ιλλυρών.[22]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ε' ΚΑΙ ΠΕΡΣΕΑΣ
Ο Φίλιππος Ε' [23] ήταν προικισμένος με μεγάλες πολιτικές αρετές και στρατιωτικές ικανότητες που τις απέδειξε τόσο στους πολέμους του εναντίον των Αιτωλών, των Ρωμαίων και των συμμάχων τους (Συμμαχικός πόλεμος 220-217 π.Χ., Α' Μακεδονικός πόλεμος 215-205 π.Χ., Β' Μακεδονικός πόλεμος 200-197 π.Χ., Αντιοχικός πόλεμος 192-189 π.Χ.), όσο και με σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό του βασιλείου. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η άνοδος της Ρώμης δεν επέτρεπε πια στη Μακεδονία να διαδραματίσει τον παραδοσιακό ηγεμονικό της ρόλο στην ελληνική χερσόνησο. Όταν ο Φίλιππος Ε' συνειδητοποίησε τη νέα κατάσταση, μετά την ήττα του στον Β' Μακεδονικό πόλεμο, ακολούθησε αμυντική πολιτική με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της μακεδονικής ανεξαρτησίας. Την ίδια πολιτική συνέχισε και ο γιος και διάδοχός του Περσέας.[24] Αλλά η ανεξαρτησία της Μακεδονίας δεν ήταν πλέον ανεκτή για τη Ρώμη, η οποία με έωλα προσχήματα κήρυξε τον πόλεμο στη Μακεδονία (Γ' Μακεδονικός πόλεμος, 171-168 π.Χ.). Μετά από 4 χρόνια σθεναρής αντίστασης, οι Μακεδόνες συντρίφτηκαν στην Πύδνα (168 π.Χ.) από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο Περσέας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Ιταλία, όπου και πέθανε, ενώ η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ομοσπονδία 4 ημιαυτόνομων κρατιδίων («μερίδων»).
Ο Φίλιππος Ε' [23] ήταν προικισμένος με μεγάλες πολιτικές αρετές και στρατιωτικές ικανότητες που τις απέδειξε τόσο στους πολέμους του εναντίον των Αιτωλών, των Ρωμαίων και των συμμάχων τους (Συμμαχικός πόλεμος 220-217 π.Χ., Α' Μακεδονικός πόλεμος 215-205 π.Χ., Β' Μακεδονικός πόλεμος 200-197 π.Χ., Αντιοχικός πόλεμος 192-189 π.Χ.), όσο και με σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό του βασιλείου. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η άνοδος της Ρώμης δεν επέτρεπε πια στη Μακεδονία να διαδραματίσει τον παραδοσιακό ηγεμονικό της ρόλο στην ελληνική χερσόνησο. Όταν ο Φίλιππος Ε' συνειδητοποίησε τη νέα κατάσταση, μετά την ήττα του στον Β' Μακεδονικό πόλεμο, ακολούθησε αμυντική πολιτική με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της μακεδονικής ανεξαρτησίας. Την ίδια πολιτική συνέχισε και ο γιος και διάδοχός του Περσέας.[24] Αλλά η ανεξαρτησία της Μακεδονίας δεν ήταν πλέον ανεκτή για τη Ρώμη, η οποία με έωλα προσχήματα κήρυξε τον πόλεμο στη Μακεδονία (Γ' Μακεδονικός πόλεμος, 171-168 π.Χ.). Μετά από 4 χρόνια σθεναρής αντίστασης, οι Μακεδόνες συντρίφτηκαν στην Πύδνα (168 π.Χ.) από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο Περσέας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Ιταλία, όπου και πέθανε, ενώ η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ομοσπονδία 4 ημιαυτόνομων κρατιδίων («μερίδων»).
ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ
Η ήττα του τελευταίου βασιλιά του μακεδονικού βασιλείου Περσέα στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο [25] σηματοδότησε την αρχή της μακρόχρονης ρωμαϊκής κατοχής. Μετά από μια περίοδο «ανεξαρτησίας» ιδρύθηκε η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας (provincia Macedonia), η οποία γνώρισε επιδρομές ποικιλώνυμων βαρβαρικών φύλων, έγινε θέατρο των εμφύλιων ρωμαϊκών συγκρούσεων της περιόδου της Δημοκρατίας για να απολαύσει την οικονομική της ανάκαμψη που πρόσφερε η «σεβαστή ειρήνη» (Pax Augusta), πριν τις πολιτικές ταλαντεύσεις που έληξαν με την άνοδο του Διοκλητιανού.[26] Το νέο σύστημα της Τετραρχίας, οι διοικητικές αναδιοργανώσεις, η διάδοση και αναγνώριση του Χριστιανισμού έθεσαν τις βάσεις μιας νέας ιστορικής περιόδου, που στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου βρήκε τον επίσημο εκφραστή της.
«ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ»
Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) οι Ρωμαίοι δεν προχώρησαν σε άμεση επιβολή της κυριαρχίας τους. Αφού απογύμνωσαν το βασίλειο των Αντιγονιδών από τις εξωτερικές του κτήσεις, το διαίρεσαν σε 4 διοικητικές περιφέρειες («μερίδες»), ανάμεσα στους κατοίκους των οποίων απαγορεύτηκε η κτήση γης και οι επιγαμίες. Ταυτόχρονα η Ρώμη πρόσφερε «ελευθερία», από το βασιλικό θεσμό και τη ρωμαϊκή κηδεμονία, ανακηρύσσοντας τους Μακεδόνες «ελεύθερους». Τόσο η διοικητική αυτή διαίρεση, όσο κι η αποδυνάμωση του μακεδονικού στρατού, που ήταν πλέον επιφορτισμένος μόνο με την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών, οδήγησαν σε εσωτερικές αναταραχές κατά της Ρώμης, με αποκορύφωμα την επανάσταση του Ανδρίσκου (149-148 π.Χ.).[27] Η ρωμαϊκή κατάκτηση έχοντας οξύνει τις διαφορές ανάμεσα στις ανώτερες φιλορωμαϊκές και τις φτωχές λαϊκές τάξεις βοήθησε στην ανακήρυξη από τις τελευταίες του Ανδρίσκου ως βασιλιά το 149 π.Χ. στην Πέλλα, με το όνομα Φίλιππος. Η νέα επέμβαση της Ρώμης έθεσε τέρμα στην κατάσταση της ελεύθερης πολιτείας. Η Μακεδονία ενσωματώθηκε στο ρωμαϊκό κράτος ως επαρχία (provincia Macedonia) που εκτεινόταν πλέον μέχρι το Ιόνιο πέλαγος περιλαμβάνοντας και τη νότια Ιλλυρία.
Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) οι Ρωμαίοι δεν προχώρησαν σε άμεση επιβολή της κυριαρχίας τους. Αφού απογύμνωσαν το βασίλειο των Αντιγονιδών από τις εξωτερικές του κτήσεις, το διαίρεσαν σε 4 διοικητικές περιφέρειες («μερίδες»), ανάμεσα στους κατοίκους των οποίων απαγορεύτηκε η κτήση γης και οι επιγαμίες. Ταυτόχρονα η Ρώμη πρόσφερε «ελευθερία», από το βασιλικό θεσμό και τη ρωμαϊκή κηδεμονία, ανακηρύσσοντας τους Μακεδόνες «ελεύθερους». Τόσο η διοικητική αυτή διαίρεση, όσο κι η αποδυνάμωση του μακεδονικού στρατού, που ήταν πλέον επιφορτισμένος μόνο με την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών, οδήγησαν σε εσωτερικές αναταραχές κατά της Ρώμης, με αποκορύφωμα την επανάσταση του Ανδρίσκου (149-148 π.Χ.).[27] Η ρωμαϊκή κατάκτηση έχοντας οξύνει τις διαφορές ανάμεσα στις ανώτερες φιλορωμαϊκές και τις φτωχές λαϊκές τάξεις βοήθησε στην ανακήρυξη από τις τελευταίες του Ανδρίσκου ως βασιλιά το 149 π.Χ. στην Πέλλα, με το όνομα Φίλιππος. Η νέα επέμβαση της Ρώμης έθεσε τέρμα στην κατάσταση της ελεύθερης πολιτείας. Η Μακεδονία ενσωματώθηκε στο ρωμαϊκό κράτος ως επαρχία (provincia Macedonia) που εκτεινόταν πλέον μέχρι το Ιόνιο πέλαγος περιλαμβάνοντας και τη νότια Ιλλυρία.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η περίοδος από το 148 π.Χ. έως και την εποχή του Αυγούστου υπήρξε μία από τις πιο δύσκολες για την επαρχία της Μακεδονίας. Λεηλασίες, βιαιοπραγίες, ερημώσεις ήταν οι συνέπειες των ρωμαϊκών επιχειρήσεων στο χώρο. Μέχρι το 84 π.Χ., κύριο μέλημα των διοικητών της Μακεδονίας ήταν η απώθηση των διαφόρων βαρβαρικών επιδρομών (Σκορδίσκοι, Βησσοί, Σιντοί, Μαίδοι, Δενθηλήτες, Δάρδανοι), ενώ αργότερα επιδόθηκαν σε επεκτατικές εκστρατείες εναντίον των εκτός των συνόρων θρακικών φύλων. Κύριο θέατρο εχθροπραξιών στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Μακεδονία υπήρξε έδρα της εξόριστης δημοκρατικής κυβέρνησης και χώρος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Πομπήιου.[28] Μετά τη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) η επαρχία περιήλθε στη δικαιοδοσία του Καίσαρα,[29] ενώ από το 44 π.Χ. την προσεταιρίστηκε (μαζί με τις επαρχίες Ιλλυρίας και Ελλάδας) ο Βρούτος στη δημοκρατική παράταξη έως το 42 π.Χ., οπότε μετά τη μάχη των Φιλίππων περιήλθε στον Μάρκο Αντώνιο.[30] Οι εκστρατείες του Μάρκου Λικίνιου Κράσου, ύστερα από τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), ολοκλήρωσαν την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή από το Δούναβη μέχρι τον Αίμο θέτοντας τις βάσεις για την ειρηνική περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού Αυγούστου.[31]
Η περίοδος από το 148 π.Χ. έως και την εποχή του Αυγούστου υπήρξε μία από τις πιο δύσκολες για την επαρχία της Μακεδονίας. Λεηλασίες, βιαιοπραγίες, ερημώσεις ήταν οι συνέπειες των ρωμαϊκών επιχειρήσεων στο χώρο. Μέχρι το 84 π.Χ., κύριο μέλημα των διοικητών της Μακεδονίας ήταν η απώθηση των διαφόρων βαρβαρικών επιδρομών (Σκορδίσκοι, Βησσοί, Σιντοί, Μαίδοι, Δενθηλήτες, Δάρδανοι), ενώ αργότερα επιδόθηκαν σε επεκτατικές εκστρατείες εναντίον των εκτός των συνόρων θρακικών φύλων. Κύριο θέατρο εχθροπραξιών στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Μακεδονία υπήρξε έδρα της εξόριστης δημοκρατικής κυβέρνησης και χώρος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Πομπήιου.[28] Μετά τη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) η επαρχία περιήλθε στη δικαιοδοσία του Καίσαρα,[29] ενώ από το 44 π.Χ. την προσεταιρίστηκε (μαζί με τις επαρχίες Ιλλυρίας και Ελλάδας) ο Βρούτος στη δημοκρατική παράταξη έως το 42 π.Χ., οπότε μετά τη μάχη των Φιλίππων περιήλθε στον Μάρκο Αντώνιο.[30] Οι εκστρατείες του Μάρκου Λικίνιου Κράσου, ύστερα από τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), ολοκλήρωσαν την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή από το Δούναβη μέχρι τον Αίμο θέτοντας τις βάσεις για την ειρηνική περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού Αυγούστου.[31]
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας, μετά τη νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο το 31 π.Χ., σηματοδότησε και για τη Μακεδονία την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, τάξης και ευημερίας. Συγκλητική επαρχία σύμφωνα με τη διανομή των επαρχιών μεταξύΟκταβιανού Αυγούστου και Συγκλήτου (27 π.Χ.), η Μακεδονία, εκκενώθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα για να γίνει «άοπλη επαρχία» (provincia inermis). Με τη δημιουργία της επαρχίας της Μυσίας (15 π.Χ.), τα εδάφη της Μακεδονίας επανήλθαν στα προηγούμενά τους όρια. Την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ. μετατράπηκε σε αυτοκρατορική επαρχία υπό τη διοίκηση πρεσβευτή και αντιστράτηγου. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις της διοίκησης απέβησαν τόσο σε βάρος της εξουσίας της Συγκλήτου, όσο και της αυτονομίας των πόλεων και προς όφελος του αυτοκράτορα και των απεσταλμένων του. Οι βαρβαρικές επιδρομές του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. (Κοστωβώκοι, Κάρποι, Γότθοι, Ερούλοι), και οι εσωτερικές αναταραχές προκάλεσαν πολύπλευρη ύφεση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική).
Η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας, μετά τη νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο το 31 π.Χ., σηματοδότησε και για τη Μακεδονία την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, τάξης και ευημερίας. Συγκλητική επαρχία σύμφωνα με τη διανομή των επαρχιών μεταξύΟκταβιανού Αυγούστου και Συγκλήτου (27 π.Χ.), η Μακεδονία, εκκενώθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα για να γίνει «άοπλη επαρχία» (provincia inermis). Με τη δημιουργία της επαρχίας της Μυσίας (15 π.Χ.), τα εδάφη της Μακεδονίας επανήλθαν στα προηγούμενά τους όρια. Την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ. μετατράπηκε σε αυτοκρατορική επαρχία υπό τη διοίκηση πρεσβευτή και αντιστράτηγου. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις της διοίκησης απέβησαν τόσο σε βάρος της εξουσίας της Συγκλήτου, όσο και της αυτονομίας των πόλεων και προς όφελος του αυτοκράτορα και των απεσταλμένων του. Οι βαρβαρικές επιδρομές του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. (Κοστωβώκοι, Κάρποι, Γότθοι, Ερούλοι), και οι εσωτερικές αναταραχές προκάλεσαν πολύπλευρη ύφεση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική).
ΤΕΤΡΑΡΧΙΑ
Η άνοδος του Διοκλητιανού στο θρόνο (284) αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία του ρωμαϊκού κράτους και αφετηρία για μια νέα ιστορική εποχή. Η πολιτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την εισαγωγή του συστήματος της Τετραρχίας,[32] ενώ η διοικητική αναδιοργάνωση και η διαίρεση του κράτους σε μικρότερες επαρχίες και διοικήσεις βοήθησαν στην οικονομική ανόρθωση. Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ενός από τους τετράρχες Γαλέριου (306-311) [33] στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το νέο διοικητικό σύστημα των «επαρχοτήτων» ή «υπαρχιών» του Μ. Κωνσταντίνου (305-337) θα οδηγήσουν, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Χριστιανισμού, στην προοδευτική υποχώρηση της λατινικότητας και τον εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η άνοδος του Διοκλητιανού στο θρόνο (284) αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία του ρωμαϊκού κράτους και αφετηρία για μια νέα ιστορική εποχή. Η πολιτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την εισαγωγή του συστήματος της Τετραρχίας,[32] ενώ η διοικητική αναδιοργάνωση και η διαίρεση του κράτους σε μικρότερες επαρχίες και διοικήσεις βοήθησαν στην οικονομική ανόρθωση. Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ενός από τους τετράρχες Γαλέριου (306-311) [33] στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το νέο διοικητικό σύστημα των «επαρχοτήτων» ή «υπαρχιών» του Μ. Κωνσταντίνου (305-337) θα οδηγήσουν, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Χριστιανισμού, στην προοδευτική υποχώρηση της λατινικότητας και τον εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η ρωμαϊκή επικυριαρχία προσπαθώντας να αποτρέψει αναβίωση της δύναμής του, διαίρεσε το κυρίως μακεδονικό βασίλειο σε 4 «μερίδες». Οι ημιανεξάρτητες αυτές διοικητικές μονάδες είχαν τα διοικητικά τους κέντρα (Αμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Πελαγονία), όπου συγκέντρωναν τους φόρους και συνέρχονταν οι πολίτες για να εκλέξουν τους κοινούς άρχοντες. Η τυπική μετατροπή της χώρας σε ρωμαϊκή επαρχία (148 π.Χ.) δεν επέφερε μεγάλες πολιτειακές μεταβολές, εκτός από την παρουσία του Ρωμαίου διοικητή των λεγεώνων. Οι τακτικές εισφορές δεν ήταν πολύ επαχθείς. Η εξουσία του ανώτατου διοικητικού, στρατιωτικού και δικαστικού άρχοντα ήταν απέραντη στην εποχή της ελεύθερης πολιτείας. Την επαρχία, εκτός την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ., διοικούσαν συγκλητικοί διοικητές. Εντούτοις, οι παρεμβάσεις, τόσο του αυτοκράτορα, όσο και των αυτοκρατορικών υπαλλήλων, γίνονταν ολοένα και πιο έντονες. Η ένταξη των Μακεδόνων στη ρωμαϊκή οικουμένη διευκολύνθηκε από την ύπαρξη πόλεων και αυτόνομων εθνικών κοινών. Οι ρωμαϊκές αποικίες (Δίον, Πέλλα, Φίλιπποι, Κασσάνδρεια) ήταν απαλλαγμένες από την άμεση φορολογία. Οι ελληνικές πόλεις είχαν δικούς τους νόμους κι άρχοντες, αν και οι πιο πολλές ήταν φόρου υποτελείς. Ωστόσο μερικές από αυτές, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολη και η Σκοτούσσα απολάμβαναν το προνομιακό καθεστώς της ελεύθερης πόλης (civitates liberae). Οι πόλεις και τα έθνη της Μακεδονίας διατήρησαν όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους μία κοινή οργάνωση, που ευνοήθηκε από τους Ρωμαίους. Το Κοινό των Μακεδόνων, συνομοσπονδία των μακεδονικών κοινοτήτων με κέντρο την αυτοκρατορική λατρεία και έδρα τη Βέροια, οργάνωνε αγώνες, έκοβε νομίσματα και μπορούσε να αποτείνεται απευθείας στον αυτοκράτορα για την επίλυση ζητημάτων μακεδονικού ενδιαφέροντος.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΗ ρωμαϊκή επικυριαρχία προσπαθώντας να αποτρέψει αναβίωση της δύναμής του, διαίρεσε το κυρίως μακεδονικό βασίλειο σε 4 «μερίδες». Οι ημιανεξάρτητες αυτές διοικητικές μονάδες είχαν τα διοικητικά τους κέντρα (Αμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Πελαγονία), όπου συγκέντρωναν τους φόρους και συνέρχονταν οι πολίτες για να εκλέξουν τους κοινούς άρχοντες. Η τυπική μετατροπή της χώρας σε ρωμαϊκή επαρχία (148 π.Χ.) δεν επέφερε μεγάλες πολιτειακές μεταβολές, εκτός από την παρουσία του Ρωμαίου διοικητή των λεγεώνων. Οι τακτικές εισφορές δεν ήταν πολύ επαχθείς. Η εξουσία του ανώτατου διοικητικού, στρατιωτικού και δικαστικού άρχοντα ήταν απέραντη στην εποχή της ελεύθερης πολιτείας. Την επαρχία, εκτός την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ., διοικούσαν συγκλητικοί διοικητές. Εντούτοις, οι παρεμβάσεις, τόσο του αυτοκράτορα, όσο και των αυτοκρατορικών υπαλλήλων, γίνονταν ολοένα και πιο έντονες. Η ένταξη των Μακεδόνων στη ρωμαϊκή οικουμένη διευκολύνθηκε από την ύπαρξη πόλεων και αυτόνομων εθνικών κοινών. Οι ρωμαϊκές αποικίες (Δίον, Πέλλα, Φίλιπποι, Κασσάνδρεια) ήταν απαλλαγμένες από την άμεση φορολογία. Οι ελληνικές πόλεις είχαν δικούς τους νόμους κι άρχοντες, αν και οι πιο πολλές ήταν φόρου υποτελείς. Ωστόσο μερικές από αυτές, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολη και η Σκοτούσσα απολάμβαναν το προνομιακό καθεστώς της ελεύθερης πόλης (civitates liberae). Οι πόλεις και τα έθνη της Μακεδονίας διατήρησαν όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους μία κοινή οργάνωση, που ευνοήθηκε από τους Ρωμαίους. Το Κοινό των Μακεδόνων, συνομοσπονδία των μακεδονικών κοινοτήτων με κέντρο την αυτοκρατορική λατρεία και έδρα τη Βέροια, οργάνωνε αγώνες, έκοβε νομίσματα και μπορούσε να αποτείνεται απευθείας στον αυτοκράτορα για την επίλυση ζητημάτων μακεδονικού ενδιαφέροντος.
Η υπαγωγή της Μακεδονίας στο ρωμαϊκό κράτος εγκαινίασε μια νέα εποχή, τοποθετώντας την περιοχή σε ελάσσονα θέση, καθώς ο φυσικός της πλούτος δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτόν των επαρχιών της Μ. Ασίας και της Δύσης. Οι Μακεδόνες όφειλαν να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο (επικεφάλαιο) στους Ρωμαίους και να επωμίζονται τις δαπάνες συντήρησης των οδών και λειτουργίας των επικοινωνιών (cursus publicus). Επίσης, το δημόσιο ταμείο του ρωμαϊκού δήμου προσποριζόταν έσοδα από τις εκμισθώσεις των δημοσίων γαιών (ager publicus), που αποτελούνταν από τις δημευμένες βασιλικές. Μεγάλη ώθηση στην οικονομική ζωή έδωσαν η κατασκευή της Εγνατίας οδού,[34] η εγκατάσταση Ρωμαίων εμπόρων στις πόλεις και η ίδρυση ρωμαϊκών αποικιών. Η αυτοκρατορική περίοδος υπήρξε περίοδος ευημερίας κι ασφάλειας, καθώς οι καλοί δρόμοι και το δικαιότερο σύστημα διοίκησης οδήγησαν σε οικονομική άνθηση από την οποία ωφελήθηκαν και οι Ρωμαίοι ιθύνοντες και τα λαϊκά στρώματα. Στη δουλοκρατική κοινωνία με τις μεγάλες αρόσιμες γαίες και τους πλούσιους βοσκοτόπους εμφανίζονται εκτός από τις μικρές περιουσίες των αγροτικών πληθυσμών και άλλες τεράστιες μεγάλων οικογενειών της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας και των Φιλίππων. Η βελτίωση των όρων διαβίωσης των παραγωγικών τάξεων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των άμεσων παραγωγών και τη διεύρυνση της οικονομικής βάσης, καθώς ένα πλήθος επαγγελματιών (λιθοξόοι, μεταλλωρύχοι, σιδηρουργοί κ.ά.) και απελεύθερων ασχολούνταν με πάσης φύσεως εμπορικές ασχολίες και τη βιοτεχνία.
Μιλιάριο Εγνατίας οδού |
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου