Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Μάρτιν Γουϊλιαμ Ληκ (William Martin Leake) . Ταξιδια στην βορεια ΕΛΛΑΔΑ.

William_Martin_Leake_by_Christian_Albrecht_Jensen

Γράφει ο Ερανιστής

Μετάφραση από την Αγγλική γλώσσα: Γιώργος Σακελλαρόπουλος

Βέροια, σήμερα. Δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στη συνοικία της Μπαρμπούτας
Ο Άγγλος στρατιωτικός Μάρτιν Γουϊλιαμ Ληκ(William Martin Leake) γεννήθηκε στο Λονδίνο την 17η Ιανουαρίου 1977 και απεβίωσε την 6η Ιανουαρίου 1860. Ήταν αξιωματικός του Βρεττανικού στρατού, τοπογράφος και αρχαιολόγος. Αφού διεκπεραίωσε τις σπουδές του στην Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία (Royal Military Academy), υπηρέτησε στη Δυτική Ινδία και στάλθηκε το 1799 εκ μέρους της Βρεττανικής κυβέρνησης στη Κωνσταντινούπολη για να εκπαιδεύσει τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην χρήση του πυροβολικού. Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, μετέβη εκ νέου στα Βαλκάνια το 1807, προκειμένου να εποπτεύσει τις παράκτιες περιοχές της Αλβανίαςκαι του Μωριά. Μεταξύ άλλων, η εντολή του Βρεττανικού στρατηγείου συμπεριελάμβανε επίσης την παραγγελία προς τον Ληκ να ιχνηλατήσει τις γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, να καταγράψει αναλυτικά στοιχεία για τους κατοίκους των περιοχών και να προτείνει τρόπους οχύρωσης των οθωμανικών κτήσεων. Οι καταγραφές των αρχαίων ερειπίων στην Ελληνική επικράτεια υπήρξαν ακριβέστατες και συνετέλεσαν αποτελεσματικά στις μελλοντικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Tιμής ένεκεν, ο Ληκ εξελέγη και μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Κοινότητας. Υπήρξε πολυγραφότατος. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: «Η τοπογραφία της Αθήνας με παρατηρήσεις για τις αρχαιότητες», «Ταξείδια στον Μωριά με χάρτες και σχέδια», και, «Ταξείδια στη Βόρεια Ελλάδα».

O Ληκ φτάνει στην Βέρροια κάπου ανάμεσα στα 1807 με 1815, την χρονιά που παραιτήθηκε από την στρατιωτική υπηρεσία και αφιερώθηκε στις μελέτες του. Όπωσδήποτε, γράφει πριν ξεσπάσει ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων.
Μεταξύ άλλων, αναφέρει τον καλά καλλιεργημένο κάμπο που απλώνεται μέχρι την λίμνη Πελλαία, ένα οθωμανικό νεκροταφείο και πολλά συντρίμμια αρχαίας αρχιτεκτονικής:
«Δεκ, 3. Αναχωρώντας από τη Νάουσα για τη Βέροια στις 12.30 κατηφορίζουμε λοξοδρομώντας τους λοφίσκους, και έχοντας φτάσει στο κάμπο ακολουθώντας τις παρυφές του, προσπερνούμε δυό πανέμορφα μικρά χωριά φυτευμένα στις εύφορες πλαγιές του βουνού, ενώ στ΄ αριστερά μας είναι ο κάμπος, εξίσου καλά καλλιεργημένος, εκτεινόμενος μέχρι τους βάλτους της λίμνης Πελλαίας (Pellean). Στις 3, περνώντας ένα εξάρχον σημείο του βουνού, έχουμε τη θέα της Βέροιας, και στις 3.10 διασχίζουμε ένα βαθύ ρυάκι που εξέρχεται από ένα φαράγγι του βουνού στα δεξιά. Εδώ υπάρχουν και τα ερείπια μιας αρχαίας γέφυρας, κατασκευασμένης από σκόρπια υλικά συγκολλημένα με ασβεστολάσπη, ενώ στη πρόσοψη έχουν φαρδιές τετραγωνισμένες πέτρες διευθετημένες με ακρίβεια σύμφωνα με τη κάλλιστη Ελληνική τεχνοτροπία. Ανηφορίζοντας από εκεί οδηγούμαστε σε απόσταση 10 λεπτών στη μοντέρνα πύλη της Βέροιας, αφού προσπεράσουμε ένα Τουρκικό κοιμητήριο, με πολλά συντρίμμια αρχαίας αρχιτεκτονικής, και λίγο μετά ένα μεγάλο τμήμα του τοίχου της αρχαίας Βέροιας κτισμένο στην βραχώδη όχθη του ρυακιού, και εμφανώς ως σημείο στο χαμηλώτερο τμήμα της περίφραξης της πόλης.»

Γέφυρα στην τεχνητή λίμνη του Αλιάκμονα. Η λίμνη Πολυφύτου είναι τεχνητή λίμνη του ποταμού Αλιάκμονα, στο νομό Κοζάνης. Σχηματίστηκε το 1973, μετά την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος (Πολυφύτου) στον ποταμό και καλύπτει έκταση 74 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η λίμνη αποτελεί ιδιοκτησία της ΔΕΗ.
Η πόλη είναι χτισμένη σε απόσταση πέντε μιλίων από την αριστερή όχθη του Αλιάκμονα και στην περιοχή παράγονται σιτηρά, καλαμπόκι, ινδική κάνναβη και λινάρι:
«Η Verria, όπως προφέρεται, η Βέρροια στα Ελληνικά (σ.τ.μτφ: γράφει τη Βέροια στα ελληνικά στο κείμενό του και με δύο ρ), όπως γράφεται ακόμα, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της οροσειράς του Ολύμπου, περίπου πέντε μίλια από την αριστερή πλευρά του Βιστρίτζα ή Injekara, (σ.σ. παλιά ονομασία του Αλιάκμονα) ακριβώς στο σημείο όπου ο ποταμός καθώς διασχίζει ένα απέραντο πετρώδες φαράγγι στη διακλάδωση, εισέρχεται στην απέραντη παραθαλάσσια περιοχή. Η περιοχή παράγει σιτηρά και καλαμπόκι στη χαμηλότερη επιφάνεια, και στους πρόποδες του βουνού ινδική κάνναβη και λινάρι, που καλλιεργούν οι ντόπιοι με την αναγκαία ύδρευση από το ποταμάκι στη βόρεια πλευρά της πόλης. Αυτό το μικρό ποτάμι που έχει τις απαρχές του στα βουνά προς τη δυτική πλευρά, προβάλλει από ένα βραχώδες φαράγγι εντός τους, κατέρχεται με μικρούς καταρράκτες από ποικίλα ύψη που προβάλουν απότομα πάνω από τη πόλη, και μετά από περιστροφές για μερικά μίλια, διαχέονται κάτω στο βουνό ανάμεσα σε στενές βραχώδεις πλευρές προς τη γέφυρα, από την οποία περάσαμε, και από εκεί στη κοιλάδα.»
Οι κάτοικοι
Από τις δύο χιλιάδες οικογένειες που διαμένουν στην ευάρεστον Βέρροια, οι χίλιες διακόσιες περίπου είναι ελληνικές· γύρω από την πόλη λειτουργούν νερόμυλοι και οι κάτοικοι κατασκευάζουν πουκάμισα και πετσέτες, ιδιαίτερα μακραμάδες ή φαρδειές πετσέτες που είχαν μεγάλη ζήτηση σε πολλές τις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας:
«Η πόλη φιλοξενεί περίπου 2.000 οικογένειες, από τις οποίες οι 1.200 περίπου είναι ελληνικές: τα σπίτια έχουν ύψος, και για Τουρκία είναι καλοκτισμένα. Νερό ρέει διαμέσω κάθε δρόμου, παρεχόμενο είτε από συντριβάνια είτε από τα ρυάκια. Ένα καίριο πλεονέκτημα που μαζί με τη μεγαλοπρέπεια και το υγιεινό περιβάλλον, τους περιφερειακούς κήπους, μεγάλο αριθμό επιβλητικών πλατάνων διεσπαρμένων ανάμεσα στις κατοικίες, τη γειτνίαση των οροσειρών, και μιά δεσπόζουσα θέα πάνω στο μεγάλο υψίπεδο προς τα ανατολικά, καθιστά τη Βέροια μιά από τις πλέον ευάρεστες πόλεις της Ρούμελης (Rumili). Ο πληθυσμός που ασχολείται με τη βιοτεχνία επεξεργάζεται την κάνναβη και το λινάρι που φυτρώνουν στους πρόποδες του βουνού, και κατασκευάζουν πουκάμισα και πετσέτες, ιδιαίτερα δε τον μακραμά (Makrama) ή μιά φαρδειά πετσέτα που χρησιμοποιείται στα δημόσια λουτρά, και που υπάρχει γι΄ αυτήν μεγάλη ζήτηση σε όλες τις Τουρκικές πόλεις, ενώ απαιτούνται για κάθε λουόμενο τέσσερις τέτοιες και επιπρόσθετα δύο ακόμα ως σεντόνια στο κρεβάτι που αναπαύεται μετά το λουτρό. Πολλοί από τους γύρω νερόμυλους περιφερειακά της πόλης χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία τραχειών μάλλινων και χαλιών, που κατασκευάζονται από τα γύρω χωριά ή τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.»
Η αρχαία Βέροια

Βέροια, παλιά καρτ ποστάλ
Στη συνέχεια ο Άγγλος αρχαιολάτρης γράφει αναλυτικά για τα αρχαία ερείπια της περιοχής και σημειώνει δύο τούμπες, αναχώματα ή τύμβους· εκεί ανακαλύφθηκαν αργότερα σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα:
«Τα ερείπια της αρχαίας Βέροιας είναι ανακόλουθα. Ήδη πρόσεξα το τμήμα που εμφανίζεται ως να είναι η βορειοδυτική όψη των τειχών ή ίσως και της ακρόπολης· τα τείχη αυτά ιχνηλατούνται από το εντεύθεν σημείο προς το σημείο του νότου μέχρι δύο υψηλούς πύργους προς την άνωθεν πλευρά της σύγχρονης πόλης, που εμφανίζονται να έχουν επισκευαστεί ή ανασκευαστεί κατά τους Ρωμαϊκούς ή Βυζαντινούς χρόνους, καθώς οι φαρδειές τετραγωνισμένες πέτρινες πλάκες με τις οποίες το όλον έργο είναι εν μέρει κατασκευασμένο, συμμειγνύονται με ασβεστοκονίαμα, κεραμίδια, και θραύσματα αρχαίων αγαλμάτων. Είμαι σε θέση να διαπιστώσω μόνον τρείς επιγραφές στη Βέροια: στη μιά ο Ποπήλλιος Σούμμος (Popillius Summus) ο νεώτερος τιμάται από το συμβούλιο και το λαό· οι άλλες δύο είναι επιτάφια μνημεία εκ των οποίων το ένα έχει ανεγερθεί από την Αννία Επιγόνη (Annia Epigone), στην μνήμη του γιού της Φλαβιανού (Flavianus), και του παππού της, που δεν κατονομάζεται· το άλλο από τον Πόρο (Porus), γιό της Αμμίας (Ammia), στον Γάϊο ΣκιρτίαΑγαθοκλή (Gaius Scirtius Agathocles), το γιό του, και την Σκιρτία Ζώζιμε (Scirtia Yosime), τη σύζυγο του, που παριστάνονται ως στυλιζαρισμένοι ήρωες της ενάρετης ζωής. Σ΄ αυτή την επιγραφή έχουμε ένα ακόμα δείγμα του Μακεδονικού εθίμου να καταγράφεται σε ορισμένες περιπτώσεις το όνομα της μητέρας αντί του πατέρα· και είναι αξιοσημείωτο ότι ένας από τους Πολιτάρχοντες (Politarchons) της Θεσσαλονίκης ήταν επίσης γιός μιάς κάποιας Αμμίας. Στον κάμπο, κάτωθι της Βέροιας, αλλά όχι σε μεγάλη απόσταση, κείνται δύο αναχώματα, ή τύμβοι, όπως τα αποκαλούν οι Τούρκοι.»
Ο Αλιάκμονας

Μάρτιν Γουϊλιαμ Ληκ, William Martin Leake, by Christian Albrecht Jensen
Σύμφωνα με τον Λήκ, η επονομασία Βιστρίτζα(ς) του ποταμού Αλιάκμονα δεν είναι σλαβική αλλά προέρχεται πιθανόν από παραφθορά του παλαιότερου ελληνικού τύπου Αστραίας, (Αστρίτσας – Βιστρίτσας). Η περιοχή έχει συνολικά τριακόσια χωριά:
«Η επονομασία Βιστρίτζα, που χρησιμοποιείται από τους Έλληνες για τον Αλιάκμονα, αν και προδίδει Σλαυϊκή επιρροή στην ορολογία, είναι πιθανόν να πρόκειται για παραφθορά του Άστρεως (Astraeus), γιατί μαθαίνουμε εκ μέρους του Ελιάν (Elian) ότι υπήρχε ένας ποταμός που λεγόταν Αστραίας και κυλούσε ανάμεσα στηΘεσσαλονίκη και τη Berrhoea, που αν και δεν είναι απολύτως ακριβής περιγραφή του Αλιάκμωνα, ιδίως εφ΄ όσον αυτός ο ποταμός δεν διασχίζεται απ΄ το δρόμο από Θεσσαλονίκη προς Βέροια, θα ταίριαζε πάντως λιγότερο προς τον Μογλενίτικο(Moglenitiko), ή ποταμό των Βοδενών, εφ΄ όσον κείται αρκούντως μακρυά απο δεξιόθεν της οριογραμμής, αλλά και εξ΄ ίσου λίγο για εκάτερους τους δυό χειμάρρους που από την αρχαιότητα γνωρίζουμε ότι κατονομάζονταν ως Αξιός και Λυδίας. Πιθανά ο Αλιάκμονας ήταν η σύνηθης επωνυμία του ποταμού άνωθεν των φαραγγιών της Βέροιας, και Αστρέας κάτωθι, με τον ίδιο τρόπο όπως Ιντζεκάρα και Βιστρίτζα χρησιμοποιούνται τώρα.
Ο Αλιάκμονας, όπως και η λίμνη της Καστοριάς, τρέφουν γουνιανούς τεραστίων διαστάσεων:
«Ο ποταμός όπως γίνεται αντιληπτός στη Βέροια φέρει γουλιανούς (guliani) τεράστιων διαστάσεων. Προηγουμένως είχα υποδείξει ότι τα ίδια ψάρια πληθύνουν σε υπέρμετρες διαστάσεις στη λίμνη της Καστοριάς, που είναι μιά από τις πηγές του Αλιάκμονα. Η περιοχή της Βέροιας συμπεριλαμβάνει περίπου 300 χωριά, που εκτείνονται προς τ΄ ανατολικά εγγύς του Λυδία, ή Καρασμάκ (Karasmak), και στα δυτικά προς το Σαριγκιούλ (Sarighiul). Προς τα νότια το χωριό Κουλινδρός (Kulindros) που ίσταται στα ύψη που τερματίζουν τους κάμπους στη νότια ακρώρεια, όχι σε απόσταση από το κόλπο, πρότερον ανήκε στη Βέροια, αλλά τώρα καταλογίζεται ανάμεσα στα χωριά της Ελασσόνας.»
Ο Αλή Πασάς

Ο Αλή πασάς Τεπελενλής (1744 – 24 Ιανουαρίου 1822) ήταν μουσουλμάνος Τουρκαλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Η Βέροια βρίσκεται αυτή την περίοδο υπό την επιρροή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων· σύμφωνα με εκτιμήσεις των κατοίκων, ο Αλής φέρεται διαλλακτικός ως προς την φορολογιά και υποθάλπει την δράση ορισμένων κλεφτών της περιοχής, προκειμένου να παρουσιάσει ως απαραίτητες τις στρατιωτικές υπηρεσίες του προς την κεντρική οθωμανική κυβέρνηση (Porte). Η περιοχή φαίνεται ασφαλής υπό το βλέμμα της αστυνομίας του Μετσόβου:
«Ο Βοϊβόδας της Βέροιας είναι ο Χαλίλ Μπέης των Γρεβενών, που έζησε στη περιοχή για πολλά χρόνια ως Χαρατζής (Kharatji), ή ως ο θεριστής του Χριστιανικού κεφαλικού φόρου, και μετά τον θάνατο του Οσμάν Αγά, πριν από ελάχιστο χρονικό διάστημα, ανέλαβε τη διοίκηση, αφού προηγουμένως εξασφάλισε την έγκριση του Αλή Πασά, του οποίου η επιρροή είναι στη Βέροια δεδομένη. Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Βέροιας υποπτεύονται τον Αλή Πασά ότι υποθάλπει τις παρενοχλήσεις σε βάρος τους από τους κλέφτες, προκειμένου εκείνος, με τη σειρά του, να κάνει απαραίτητες τις υπηρεσίες του και έναντι της Πόρτας (σ.τ.μτφ: «Porte», πρόκειται για την ονομασία της κεντρικής κυβέρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βλ. εγκυκλοπαίδεια Οξφόρδης), είναι πάντως μέχρι στιγμής ικανοποιημένοι με τ΄ αποτελέσματα, και από κοινού σύμφωνοι ως προς αυτό, επιδοκιμάζοντας την αστυνομία τουΜετσόβου και παραδεχόμενοι ότι ολάκερο το τμήμα αυτό της Μακεδονίας απολαμβάνει ιδιαίτερης ασφάλειας: (παράλληλα) ούτε και ο Αλή Πασάς επί του παρόντος επιχειρεί να επιβάλλει βαριές εισφορές σ΄ ένα τόπο που βρίσκεται υπό την επιρροή του στην ακρώρεια του κράτους, και του οποίου οι πρόσοδοι αφορούν την αυτοκρατορική οικογένεια. Οι καταπατήσεις πάντως (σημ. κτημάτων) σ΄ αυτή τη περιοχή, έχουν προκαλέσει πανικό, και υπάρχουν αρκετά μεγάλα σπίτια στη πόλη, των οποίων το κτίσμα (σημ. η ιδιοκτησία) είναι σε αμφισβήτηση.»
Το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου, ο Άγγλος συναντά τον Αλβανό Μεχμέτ Μπέη:
«Δεκ, 3. Το απόγευμα δέχθηκα επίσκεψη από τον Metjobon, o οποίος εδώ αναφέρεται με το Τουρκικό ονοματεπώνυμο Μεχμέτ Μπέης: πρόκειται για έναν μικρόσωμο, συνεσταλμένο άνδρα, με Αλβανική απλότητα στη συμπεριφορά του, μετρίως προσηνή, και φημολογείται ότι έχει τα χαρίσματα της ηρεμίας, της οξύνοιας, αλλά και μιάς εκπληκτικής αμεσότητας στις αντιδράσεις του. Έδειξε, μάλιστα, αργότερα τις ικανότητές του κατά τη διάρκεια δίωξης των κλεφτών, τους περισσότερους εκ των οποίων και αιχμαλώτισε.»
Στη συνέχεια αναφέρει ένα έθιμο της περιοχής, το οποίο μάλλον έχει εκλείψει:
«Σ΄ αυτά τα μέρη της Μακεδονίας είναι έθιμο για τους συντηρητές των οινοπωλείων να αναρτούν έναν αειθαλή θάμνο στη πρόσοψη, όπως και κατά το παραδοσιακό αγγλικό έθιμο, απ΄ όπου και το ρητό: «Το καλό κρασί δεν χρειάζεται θάμνους». Πάντως στα νότια μέρη της Ελλάδας τοποθετούν συνήθως ένα μακρύ ξύλο με χρωματισμένα κομμάτια χαρτί σε σχοινί.»
Ο Άνεμος

Βέροια, παλιά καρτ ποστάλ
Ο Άγγλος στρατιωτικός εντυπωσιάζεται από την ταχύτητα των πεζοδρόμων στην Ελλάδα και μνημονεύει κάποιον με το ψευδώνυμο Άνεμος:
«Συχνά είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω την εκπληκτική γρηγοράδα μερικών πεζοδρόμων, ή αγγελιαφόρων στην Ελλάδα. Ένας ιδιαίτερα φημισμένος από τη Βέροια θα ήταν σε θέση να ανταγωνισθεί τον οποιοδήποτε άλλον απ΄ αυτούς. Μετέφερε γράμματα πεζή (σημ. δηλαδή με τα πόδια) στη Θεσσαλονίκη σε επτά ώρες, παρέμενε εκεί για μιά ώρα, και επέστρεφε στη Βέροια στο τέλος της δεκάτης πέμπτης ώρας. Έχοντας επιτελέσει το κατόρθωμα αυτό περισσότερο από μιά φορά, ήταν πασίγνωστος μέχρι το θάνατό του με το ψευδώνυμοΆνεμος, μιά κατονομασία τόσο τιμητική για έναν αγγελιαφόρο, όσο και το «Αφρικανός» για τονΣκιπίωνα.»
Η πορεία συνεχίζεται ασφαλώς, με την ένοπλη συνοδεία οχτώ Ταρτάρων:
«Δεκ, 4. Ο καιρός, που ήταν εξαιρετικός, από την άφιξή μου στη Θεσσαλονίκη και μετά, με έναν βόρειο άνεμο, εξίσου δε κι΄ απο κεί κατά την οδοιπορία μου, ήταν το ακριβώς αντίθετο με τις καιρικές συνθήκες στη Βέροια τις τελευταίες μέρες, και την τελευταία πλέον νύκτα η βροχή έπεφτε βαρειά. Στις 6.30, ώρα Τουρκίας, ξεκίνησα για τηΚοζάνη, συνοδευόμενος εκ μέρους ενός από τουςΤαρτάρους του Αλή Πασά, έξη φρουρούς που παραχώρησε ο Μεχμέτ Μπέης (ο Metjobon), και τον Τάρταρο του Μουσά Πασά που με συνόδευε από τη Θεσσαλονίκη. Ευθύς αμέσως αρχίσαμε την ανάβαση των λόφων στη πλάτη της πόλης, και, πολύ σύντομα, εισήλθαμε σε μιά στενή κοιλάδα που περιβρεχόταν από το χείμαρρο που κατέρχεται στη πόλη.
Το Βέρμιο
Η ομάδα ανεβαίνει στο χιονισμένο και δύσβατο Βέρμιο και φτάνει στο χωριό Καστανιά, το οποίο οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν, λόγω των αυξημένων απαιτήσεων για παροχή τροφίμων που ζητούσαν τόσο οι κλέφτες όσο και οιΑλβανοί διώκτες τους:
«Στη κορυφογραμμή της κοιλάδας, στις 8.04, στέκει το δερβένι, μιά αχυρένια καλύβα για κατάλυμα της Αλβανικής φρουράς, απ΄ όπου ξεκινάμε την αναρρίχηση τους όρους Βέρμιο, αψηφώντας τον ισχυρισμό του Ηρόδοτου ότι είναι απροσπέλαστο, και παρά το γεγονός ότι ο ιστορικός αυτός έχει σύμμαχο το καιρό, αφού το βουνό είναι σκεπασμένο με χιόνι μεγάλου βάθους. Πολύ σύντομα, αφού εισήλθαμε σ΄ ένα δάσος με πελώριες καστανιές, φτάσαμε, στις 9.40, στη Καστανιά, ένα μικρό χωριό, όπου όλα τα σπίτια, εκτός από δυό ή τρία, έχουν εγκαταλειφθεί, λόγω των απαιτήσεων για παροχή τροφίμων, εναλλακτικά, που ζητούσαν τόσο οι κλέφτες όσο και οι Αλβανοί αντίπαλοί τους. Ο Αλή Πασάς αγωνίζεται για να ενθαρρύνει την επιστροφή τους, και διακηρύσσει τη πρόθεσή του να αναγείρει εδώ ένα μεγάλο χωριό, με κούλες (σ.σ. kules είναι οι οχυρωματικοί πύργοι) στο βουνό για τους στρατιώτες του, και έτσι να διασφαλίσει για λογαριασμό του αυτό το καίριο πέρασμα ανάμεσα στη κάτω και άνω Μακεδονία.»
Η περιοχή είναι γεμάτη άγρια ζώα:
«Το βουνό βρίθει από λύκους, αγριόχοιρους, τραχυά ελάφια και ζαρκάδια. Τα γουρούνια σκοτώνονται για το δέρμα τους, που είναι σε μεγάλη ζήτηση για τη κατασκευή παπουτσιών (τα «τζαρούχια»). Ένας χωρικός μάλιστα με πληροφόρησε ότι τις προάλλες σκότωσε στο δάσος ένα απ΄ αυτά που ζύγιζε 90 οκάδες (σ.σ. περίπου 115 κιλά)* Το κρέας του ζαρκαδιού το έχουν οι ντόπιοι σε μεγάλη υπόληψη, όχι όμως και του ελαφιού.»
Η διαδρομή συνεχίζετα και η ομάδα κατεβαίνει από την κορυφή του Βερμίου, με το χιόνι να πέφτει απαλά σε όλη τη διάρκεια της νύχτας:
Δεκ, 5. Εγκαταλείπουμε την Καστανιά στις 3.05, ώρα Τουρκίας. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει κατά τη διάρκεια της νύκτας, αλλά τώρα ο καιρός είχε απαλύνει και ηρεμήσει, με πυκνή όμως πάχνη. Καθώς προχωρούμε συναντούμε σημύδες, και στα υψίπεδα οξιές, και ανάμεσά τους παρατηρούμε πάμπολλα ίχνη των άγριων ζώων του δάσους. Στη κορυφή, που δεν απέχει πάνω από τρία μίλια από τη Βιστρίτζα, εγκαταλείπουμε το υψηλότερο σημείο του βουνού. Συναντούμε τελικά τα χωριά των Γιουρούκων (Yuruk), που περιβάλλουν τις οροσειρές σ΄ όλες τις πλευρές τους.


Πηγές

1) Ταξείδια στη Βόρεια Ελλάδα. Τόμος ΙΙΙ. William Martin Leake . Εκδόσεις Elibron Classics. σελ. 290, 291, 292, 293, 294, 295, 296, 297. Το κείμενο είναι συνεχές και παρεμβάλονται οι σημειώσεις. Εραν.

2) http://www.libver.gr/%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%B5%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%BC%CE%AD%CE%B4%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1-2/

*Στην Ελλάδα η οκά αντιστοιχούσε σε 1.282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από το 1876. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 dirhem (δράμια) (Οθωμανικά درهم, Τουρκικά dram), μάζας 3,20725 γραμμαρίων. Τα πολλαπλάσιά της ήταν το kantar (καντάρι) ίσο με 44 οκάδες (=56,4476 χιλιόγραμμα) και το çeki (τσεκί) ίσο με 4 καντάρια (=225,7904 χιλιόγραμμα). Η οκά έπαψε να χρησιμοποιείται στην Τουρκία την 1η Απριλίου του 1931. Στην Τουρκία ονομάζεται eski okka (=παλαιά οκά) ή kara okka (=μαύρη ή μεγάλη οκά) σε αντιδιαστολή με το χιλιόγραμμο το οποίο ονομάζεται yeni okka (=νέα οκά).

Ειδικά για τη μέτρηση υγρών οι αντιστοιχίες ήταν 1 οκά = 1.280 γρ. και 1 δράμι = 3,2 γρ. Η επίσημη κατάργηση όλων των παλαιών μέτρων και σταθμών έγινε στις 31 Μαρτίου του 1959. Παρ” όλα αυτά, η χρήση της επέζησε έως τη δεκαετία του 1990 στις συσκευασίες εμφιάλωσης του ούζου, του τσίπουρου και των συναφών ποτών: 80 γρ. («εικοσιπενταράκι»), 160 γρ. («πενηνταράκι»), 320 γρ. («εκατοσταράκι»), 640 γρ. («μισοκάρικο»)

Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%BA%CE%AC

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου