Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

H σημασία της λέξης «βάρβαρος» στην κλασσική εποχή

«Νομίζω ότι βάρβαρο στην αρχή λεγόταν να εκφωνούνται οι λέξεις από ανθρώπους που τις απέδιδαν με δυσκολία ή σκληρά και τραχιά, όπως είναι ο βατταρισμός , το τραύλισμα και το ψέλλισμα. Τείνουμε να ονομάζουμε με παρόμοιους ήχους λέξεις που σημαίνουν κάτι αντίστοιχο. Τέτοιες περιπτώσεις ονοματοποιίας πλεονάζουν στη γλώσσα μας: κελάρυσμα, κλαγγή, ψόφος, βοή, κρότος.
Οι περισσότερες τέτοιες λέξεις χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα με την ίδια έννοια. Έτσι λοιπόν όσοι μιλούσαν βαριά λέγονταν βάρβαροι και έτσι φαινόταν ότι μιλάνε όλοι οι αλλοεθνείς, δηλαδή όσοι δεν ήταν Έλληνες. Κυρίως λοιπόν αυτούς είπαν βαρβάρους, στην αρχή κοροϊδευτικά επειδή μιλούσαν βαριά και τραχιά. Μετά κατέληξε η ονομασία ένα είδος κοινού εθνικού, σε αντιδιαστολή με τους Έλληνες. Γεγονός είναι ότι η μακρά συναναστροφή και επαφή με τους βαρβάρους δεν απέδειξε ότι μιλούσαν έτσι επειδή είχαν δυσπλασία στο στόμα τους ή ότι δεν είχαν εξελιγμένες φωνητικές χορδές αλλά από τις ιδιαιτερότητες των δικών τους γλωσσών. Εμφανίστηκε επίσης άλλη κακοφωνία στη γλώσσα μας, μια βαρβαρική προφορά, όταν κάποιος που μιλούσε Ελληνικά δεν μπορούσε να προφέρει σωστά, αλλά πρόφερε τις λέξεις όπως οι βάρβαροι που αρχίζουν να μαθαίνουν Ελληνικά και βέβαια δεν μπορούν να τα προφέρουν άπταιστα" το ίδιο παθαίνουμε κι εμείς όποτε μιλάμε τις γλώσσες τους. Αυτό συνέβη προπάντων στους Κάρες. Οι άλλοι λαοί δεν είχαν......
μεγάλη σχέση με τους Έλληνες ούτε δοκίμαζαν να ζούνε με τον Ελληνικό τρόπο ή να μάθουν την Ελληνική γλώσσα, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις μερικών που τυχαία και ένας ένας αναμείχθηκαν με λίγους Έλληνες.
Ενώ οι Κάρες περιπλανήθηκαν σε όλη την Ελλάδα ως μισθοφόροι. Από την εποχή λοιπόν των μακρινών εκείνων εκστρατειών τους χρονολογείται η βαρβαροφωνία τους. Αργότερα το φαινόμενο έγινε πιο έντονο, αφού κατοίκησαν τα νησιά μαζί με τους Έλληνες, και μετά, όταν ήρθαν στην Ασία, δεν μπόρεσαν να ζήσουν χωρίς Έλληνες, αφού ήρθαν εκεί Ίωνες και Δωριείς. 0 όρος βαρβαρισμός προέρχεται από την ίδια αιτία. Συνηθίζουμε να το λέμε γι' αυτούς που μιλάνε άσχημα Ελληνικά κι όχι γι' αυτούς που μιλάνε Καρικά.
Έτσι λοιπόν, λέγοντας βαρβαροφωνία και βαρβαροφώνους, πρέπει να δεχτούμε ότι εννοούμε όσους μιλάνε άσχημα Ελληνικά. Από τον όρο «καρίζειν», πήρε και το «βαρβαρίζειν» διαφορετική έννοια στα Ελληνικά έργα. Το ίδιο και ο σολοικισμός, που προέρχεται είτε από τους Σόλους είτε ετυμολογείται από αλλού.»

[Στράβωνας, "Γεωγραφικά", ΙΔ-2-28, Εκδόσεις Κάκτος]



«Στους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαό αλλόγλωσσο, χωρίς καμιά μειωτική απόχρωση. Και κάθε άνθρωπος, που έχει για μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, είναι βάρβαρος, άσχετα με την πνευματική του και ψυχική του καλλιέργεια.
Ώστε βάρβαρος δεν θα πει παρά αλλόγλωσσος. Και από πού παράγεται η λέξη; Από την επανάληψη της συλλαβής βαρ-. Όταν ακούει κανείς μια γλώσσα που δεν την ξέρει, οποιαδήποτε και να είναι η γλώσσα αυτή, τη νιώθει σαν μια σειρά από συλλαβές δίχως νόημα, σαν ένα λόγο αδιάρθρωτο, χωρίς κλίση, χωρίς σύνταξη, χωρίς κανόνες. Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη βάρβαρος θα άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν, και με την επανάληψη της συλλαβής βαρ- θέλησε να αποδώσει την παράξενη ακουστική εντύπωση που του έκανε ο ακατανόητος αυτός λόγος. Το παράξενο είναι πως η λέξη βάρβαρος δεν είναι καν ελληνική, είναι βαρβαρική. Στα παλιά ινδικά barbara σημαίνει τραυλός. Και οι Ινδοί και οι Έλληνες όμως έχουν δανειστεί τη λέξη από τους Σημίτες: barbar και barbaru στα σουμερικά και στα βαβυλωνιακά έχει τη σημασία του ξένος, αλλοεθνής.»

[I.Θ. Kακριδής, "Oι αρχαίοι Έλληνες και οι ξένες γλώσσες", στο Mελέτες και Άρθρα. Θεσσαλονίκη 1971, σ.13]

«Τα συγκλονιστικά συμβάντα του Πελοποννησιακού πολέμου και των αμέσως επόμενων δεκαετιών μετέβαλαν την αυτοσυνείδηση των Eλλήνων. Oι κύριες αιτίες γένεσης συναισθημάτων μνησικακίας απέναντι στους Πέρσες, τα οποία οι Έλληνες ήσαν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο των βαρβάρων,ακόμη και στα συγγενικά τους φύλα της Mακεδονίας, ήταν η πρόσφατη προσάρτηση των ελληνικών πόλεων της Mικράς Aσίας στο περσικό κράτος το 378 π.X. και το διαρκώς αυξανόμενο βάρος της περσικής διπλωματίας. Kαι ανάλογη με αυτά τα συναισθήματα ήταν και η πρωτόγνωρη υπεροψία τους. […]
Ενώ οι γνώσεις και οι τέχνες των Ελλήνων άρχιζαν να αλλάζουν παντού τον κόσμο, ο ελληνικός πολιτισμός (από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X.) εξασθενούσε όλο και περισσότερο. H πολιτική πραγματικότητα χλεύαζε διαρκώς την ασφαλώς δικαιολογημένη περηφάνια των Ελλήνων για τα πολυάριθμα, αναγνωρισμένα από όλους, επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού που αποτελούσαν αντικείμενο μίμησης. Σε αυτό το φαινόμενο αντέδρασε μια πολιτική ρητορική, καλώντας τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν από κοινού τον πέρση εχθρό, για να απελευθερώσουν τους αδελφούς στη Mίλητο και την Έφεσσο. Τη γνωρίζουμε από τα κείμενα των ιστορικών και των ρητόρων του 4ου αι. π.X.
Αυτό το έδαφος έθρεψε το συναίσθημα ότι οι Έλληνες ήταν εκ φύσεως ανώτεροι από τους βαρβάρους. Kανένας δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ αυτής της αντίληψης τόσο επίμονα όσο ο Ισοκράτης (Πανηγυρικός), ο πιο επιφανής ρήτορας του 4ου αι. π.X. Αλλά εκείνοι που πάνω απ' όλα εκφράζουν εντελώς απροκάλυπτα την αντίληψη για την ανωτερότητα των Ελλήνων έναντι των μη Ελλήνων είναι οι φιλόσοφοι και κυρίως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων […].
Όταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας υπέταξε την Ελλάδα και άρχισε να εξοπλίζεται για να πολεμήσει τους Πέρσες […], εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ελληνικής ηθικής και πολέμιος του κόσμου των βαρβάρων.
Εκείνη την εποχή εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μη "Έλλην" εχθρός έπρεπε αναγκαστικά να είναι βάρβαρος, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε μία ακατανόητη γλώσσα, αλλά επιπλέον ήταν απολίτιστος και δίχως παιδεία. H λέξη βάρβαρος πήρε τη σημασία που διατηρεί τις ημέρες μας κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του 4ου αι. π.X.»

[A. Dihle, Oι Έλληνες και οι ξένοι, μτφρ. T. Σιέτη, εκδ. Οδυσσέας: Aθήνα 1997, σ.56, 58, 61]


«οι Έλληνες χαρακτήριζαν τον πέρα από τα σύνορα τους κόσμο "βάρβαρο", λέξη που καταρχήν δήλωνε μόνο το ακατανόητο της ομιλίας του". Κατά τον 5ο όμως αιώνα η λέξη προσέλαβε την αρνητική σημασία που έχει και σήμερα, δηλαδή, εκτός από "αλλοδαπός", σήμαινε επίσης "καθυστερημένος" και "κτηνώδης".
Αν ρωτούσαν έναν Έλληνα τι ξεχωρίζει το δικό του έθνος από τα υπόλοιπα, πιθανή απάντηση θα ήταν ότι οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, ενώ οι βάρβαροι είναι δούλοι.
Η απάντηση δεν είναι κακή, αν και αυτή η αίσθηση υπεροχής ήταν πιθανό να εξογκωθεί σε σοβινισμό και να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την υποδούλωση φυλών που τις θεωρούσαν κατώτερες. οι Έλληνες του 4ου αιώνα είχαν σαφέστερα τη συνείδηση ότι ανήκουν σ' έναν πολιτισμό με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Ισοκράτης, επαινώντας σε λόγο του τα διανοητικά επιτεύγματα της Αθήνας, να διακηρύσσει ότι ο ορός "Έλληνες" δεν αναφέρεται πια στη φυλή, αλλά στην οποιαδήποτε εξοικείωση με την αθηναϊκή παιδεία.»

[Άντονυ Άντριους,Αρχαία Ελληνική Κοινωνία,μετρφ Α. Παναγόπουλος, εκδ. ΜΙΕΤ, σελ. 363]



Ενδεικτικές γι' αυτό είναι οι χρήσεις της λέξης βάρβαρος. Ο όρος αυτός πριν τον Ηρόδοτο, αλλά και στις περισσότερες περιπτώσεις που παρουσιάζεται στο έργο του, δεν έχει υποτιμητική σημασία: πάρα πολύ συχνά δεν είναι παρά μια απλή εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη.
Ετυμολογικά δηλώνει αυτόν που λέει «βαρ-βαρ», με άλλα λόγια αυτόν που οι Έλληνες δεν τον καταλαβαίνουν. Ωστόσο μετά τους Μηδικούς πολέμους η λέξη αρχίζει να αποκτά μειωτική απόχρωση: η διαφορά ως προς τη γλώσσα (λόγος) μετατρέπεται σε μια διαφορά ως προς τη λογική ικανότητα (η άλλη σημασία της λέξης λόγος). Έτσι ο βάρβαρος γίνεται διανοητικά κατώτερος από τους Έλληνες. Επιπλέον ζει σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Απ' αυτό μέχρι να σκεφτεί κανείς πως ο βάρβαρος έχει μια φυσική ροπή προς την υποταγή, δεν είναι μεγάλη η απόσταση.
Αν ο «βάρβαρος» διαφέρει από τον Έλληνα, αυτό δεν αποκλείει σε ορισμένους συγγραφείς - κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα - την ιδέα μιας ενότητας της ανθρωπότητας. Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο στον Ηρόδοτο.
Κατά τον Αντιφώντα επίσης «είμαστε όλοι όμοιοι από τη φύση, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι»· «πράγματι, όλοι αναπνέουμε με το στόμα και με τα αυτιά»

[Κουρε Κολίν, "Μέσα Επικοινωνίας στην Αρχαία Ελλάδα", Παπαδήμας, σελ. 228]
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου