New
Τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διαδέχτηκε ο Μακεδονικός Αγώνας του 1904 -1908. Κατ’ αυτόν, οι Έλληνες της Μακεδονίας και Έλληνες από τη λοιπή Ελλάδα, με τη συγκατάθεση της Ελληνικής Κυ- βερνήσεως, αντιμετώπισαν όλες τις ανθελληνικές ενέργειες του Βουλγαρικού Κομιτάτου, των πολυάριθμων πρακτόρων του και των ένοπλων κομιτατζήδων του, που απέβλεπαν στον αφανισμό του Ελληνισμού της Μακεδονίας και την πραγματοποίηση του βουλγαρικού επεκτατισμού.
Ο αγώνας αυτός ήταν ιδιαίτερα δυσχερής για τους Έλληνες, γιατί οι κατακτητές, Τούρκοι ουσιαστικά, κώφευαν και σε πολλές περιπτώσεις επενέβαιναν κατά του ελληνικού στοιχείου και των ελληνικών δικαίων και υπέρ των Βουλγάρων. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, οιΈλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι ακόμα και των Σέρβων, καθώς και των οπαδών της ρουμανικής προπαγάνδας. Αλλά και οι Μ. Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρουγγαρία, Γερμανία), επιθυμώντας τη ρύθμιση του μεγάλου Μακεδονικού Προβλήματος σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, αδιαφορούσαν για την τύχη του δοκιμαζόμενου τότε Μακεδονικού Ελληνισμού.
Η κατανόηση του Μακεδονικού Αγώνα και κυρίως των ιστορικών, νομικών και ηθικών ερεισμάτων του, απαιτεί βαθύτερη γνώση των γεγονότων, που προηγήθηκαν ειδικότερα των όσων συνέβησαν κατά τα μέσα του 19. αιώνα. Τότε, ως Μακεδονία θεωρούσαν όλα τα υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία εδάφη που περιλαμβάνονται μεταξύ Ροδόπης Αιγαίου – Ολύμπου – Χασίων – Πίνδου – Σκάρδου – Ορέων Μοισίας. Η περιοχή αυτή ήταν χωρισμένη σε τρία Τουρκικά Βιλαέτια (Γενικές Διοικήσεις), της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και των Σκοπίων (Κοσόβου).
Το τμήμα της παραπάνω περιοχής, που εκτείνεται νότια της γενικής γραμμής Μοναστήρι – Κερκίνη (Μπέλες) – Νέστος, μέχρι Ολύμπου – Χασίων- Πίνδου, αποτελεί τον εδαφικό χώρο μέσα στον οποίο έλαβαν χώρα τα κύρια πολεμικά γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, και σε ορισμένες περιπτώσεις και μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Η Βουλγαρική Δράση στη Μακεδονία μέχρι το 1904.
Τα αίτια που προκάλεσαν το Μακεδονικό Αγώνα, αν και εκ πρώτης όψεως ανάγονται στις ανθελληνικές ενέργειες και τον ένοπλο αγώνα των Βουλγάρων στο χώρο της Μακεδονίας, είναι, ωστόσο, πολύ βαθύτερα και έχουν τις ρίζες τους στο μεγάλο Ανατολικό Ζήτημα. Κατά τα μέσα του 19. αιώνα, επιδιώκοντας η Τσαρική Ρωσία την έξοδό της προς το Αιγαίο, με άλλες πια μεθόδους, θα χρησιμοποιήσει για το σκοπό αυτόν τους Βουλγάρους.
Ειδικότερα, το έτος 1870, κατόπιν ενεργειών της Ρωσίας, ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη η αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία (Εξαρχία), η οποία έχει ως σκοπό την απόσχιση από το Πατριαρχείο κατ’ αρχήν όλων των ομιλούντων το σλαβόφωνο ιδίωμα των Μακεδονικών περιοχών και τη δημιουργία σχισματικών εξαρχικών Μητροπόλεων. Ολόκληρη η προσπάθεια των Βουλγάρων στρέφεται στον προσεταιρισμό των δύο τρίτων του πληθυσμού των χωριών, με σκοπό την πλήρη απομάκρυνση τους από το Πατριαρχείο και το διορισμό σχισματικών ιερέων και δασκάλων, για τον εκβουλγαρισμό των περιοχών. Έκτοτε, η βουλγαρική προπαγάνδα θα εντείνεται και από θρησκευτική θα γίνεται εθνική.
Με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, του 1878, που επιβλήθηκε, μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877, από τη Ρωσία στην Τουρκία, θα επιζητηθεί η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας. Τα όρια αυτής προβλεπόταν να περιλάβουν ολόκληρη τη Μακεδονία, πλην Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής, και να φτάσουν μέχρι το Δούναβη και την Κορυτσά. Η δημιουργούμενη με αυτήν τη Συνθήκη θανάσιμη απειλή κατά της Μακεδονίας και η γενικότερη επί του Ανατολικού Ζητήματος αναστάτωση, προκάλεσαν την αντίδραση, όχι μόνο της Ελλάδας και της Σερβίας, αλλά και ολόκληρης σχεδόν της Ευρώπης. Τελικά, με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανατράπηκε.
Όμως, το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας θα εξακολουθήσει να αποτελεί στόχο της βουλγαρικής πολιτικής. Η προσπάθεια εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας θα κατευθύνεται από τη Σόφια, από την οποία το 1885 εκπορεύεται το πραξικόπημα προσαρτήσεως της αυτόνομης περιοχής της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία. Η επιτυχία του πραξικοπήματος είχε κατόπιν ως συνέπεια τη σταδιακή εκρίζωση και μερική εξόντωση 100.000 Ελλήνων, που κατοικούσαν στην περιοχή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του έτους 1906.
Από το έτος 1895, άρχισε η αποστολή από τη Βουλγαρία στη Μακεδονία ομάδων ένοπλων κομιτατζήδων. Αυτές αμέσως ανέλαβαν έντονη δράση, κυρίως στη Βόρεια και Ανατολική Μακεδονία, με βασικό στόχο την αποδυνάμωση του Ελληνισμού. Για την εξαπάτηση μάλιστα των πληθυσμών, το Βουλγαρικό Κομιτάτο εμφανιζόταν με δύο μορφές (οργανώσεις), κατευθυνόμενες από τη Σόφια. Η πρώτη, ως αγωνιζόμενη για τη δημιουργία ανεξάρτητης Μακεδονίας, και η δεύτερη, για την άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.
Το υπό την πρώτη του μορφή Κομιτάτο ονομάστηκε Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και χρησιμοποιούσε το σύνθημα «Η Μακεδονία δια τους Μακεδόνες». Αυτή καλούσε τους Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Αλβανούς, Βλάχους και Τούρκους να γίνούν μέλη του, αποκαλούμενα Σαντραλιστές (από το Σαντράλ Κομιτέτ). Το υπό τη δεύτερη μορφή Κομιτάτο εμφανιζόταν απροκάλυπτα ως Βουλγαρικό και τα μέλη του λέγονταν Βαρχοβιστές (από το Βαρχόβ Κομιτέτ).
Κατά τα έτη 1897 -1899, η δράση των κομιτατζήδων εντάθηκε σε ολόκληρη τη Μακεδονία, με κύρια χαρακτηριστικά τους διωγμούς και την καταπίεση των Ελλήνων, ακόμα και την κατασυκοφάντησή τους στις Τουρκικές Αρχές. Την περίοδο αυτή, μόνο στην περιοχή Θεσσαλονίκης, δολοφονήθηκαν 40 Έλληνες πρόκριτοι υπό τα αδιάφορα όμματα των Τούρκων. Οι βουλγαρικές θηριωδίες συνεχίστηκαν και κατά τα επόμενα έτη, και ο Άγγλος Πρόξενος Θεσσαλονίκης, σε έκθεσή του κατά το 1902, έγραφε: «Η δολοφονία είναι το κυριότερο όπλο των κομιτάτων. Δεν υποχωρούν προ ουδενός. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν Έλληνες κατά τα τελευταία 6 έτη».
Στις 20 Ιουλίου 1903, ημέρα του Προφήτη Ηλία, το βουλγαρικό κομιτάτο κηρύσσει την επανάσταση του Ηλί Ντέν (δηλαδή «Ηλιού ημέρα»), η οποία, στην πράξη, αποτελούσε σειρά τρομοκρατικών ενεργειών κομιτατζήδων, άριστα εξοπλισμένων. Επρόκειτο για μία ψευδεξέγερση απελευθερωτικού δήθεν χαρακτήρα, με εντυπωσιακές ενέργειες στην περιοχή Μοναστηριού, στην οποία παρασύρθηκαν και πολλοί Έλληνες αγρότες. Η βουλγαρική προπαγάνδα φρόντισε να παρουσιάσει, στο εξωτερικό, την ψευδεξέγερση αυτήν ως καθολική επανάσταση των χριστιανών της Μακεδονίας. Ακολούθησε επέμβαση του τουρκικού Στρατού για την καταστολή της, με βαριές συνέπειες, κυρίως κατά των Ελλήνων και των χωριών τους, και με αποκορύφωμα την καταστροφή του Κρουσόβου (δυτικά Περλεπέ – όπου κατοικούσαν 8.000 βλαχόφωνοι Έλληνες, ακμαίου ηθικού).
Οι αγριότητες και καταστροφές, που διαπράχτηκαν από τον Τουρκικό Στρατό, προκάλεσαν την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και την αποδοχή από την Τουρκία του Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων της Μυρστέγης.Ή Μακεδονία διαιρέθηκε σε 5 ζώνες, ενώ η επίβλεψη της καθεμιάς ανατέθηκε σε μία Ευρωπαϊκή Δύναμη. Το πρόγραμμα αυτό κανένα θετικό στοιχείο δεν είχε να προσφέρει στον Ελληνισμό. Αντίθετα, το βουλγαρικό κομιτάτο αύξησε τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων και, το σοβαρότερο, εξαγόραζε τους ξένους αξιωματικούς που διεύθυναν ολόκληρα διαμερίσματα και ασκούσαν έλεγχο στην τουρκική χωροφυλακή. Με την αποτρόπαια δράση του κομιτάτου, μέχρι το 1904, οι Βούλγαροι είχαν επιτύχει την υπαγωγή στην Εξαρχία 130 ελληνικών κοινοτήτων. Ο Ελληνισμός των περιφερειών Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης τελούσε υπό συνεχή τρομοκρατία. Οι κομιτατζήδες αποθρασύνθηκαν τελείως και άρχισαν να εισδύουν και να περισφίγγουν τις περιοχές Βέροιας, Νάουσας και Καστοριάς.
Ο Μακεδονικός Αγώνας εξελίχθηκε σε τρεις φάσεις:
1η Φάση 1870-1897: Ένταση της Βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία.
2η Φάση 1897-1904: Τρομοκρατία των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας από τα βουλγαρικά κομιτάτα.
3η Φάση 1904-1908: Ένοπλος αγώνας των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εναντίον των Βούλγαρων Κομιτατζήδων στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Η Ελληνική Άμυνα στη Μακεδονία μέχρι το 1904
Κατά τα πρώτα βήματα της βουλγαρικής δράσεως, η Ελλάδα παρέμεινε αμέτοχη, γιατί ήταν στρατιωτικά ανοργάνωτη και φοβόταν πόλεμο εναντίον της από την Τουρκία. Η «Εθνική Εταιρεία», που συστάθηκε με πρωτοβουλία της στην Αθήνα, συγκρότησε και έστειλε στη Μακεδονία από το 1896, για την τόνωση του φρονήματος του Ελληνισμού, 8 μικρά ανταρτικά σώματα, τα οποία σημείωσαν σοβαρή δράση. Το σημαντικότερο από αυτά, το σώμα υπό τον Μπρούφα, έφτασε μέχρι το Καθαντάρτσι, όπου κυκλώθηκε και καταστράφηκε από τους Τούρκους το ίδιο έτος.
Η Κρητική Επανάσταση του 1896 και ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 αποθάρρυναν κάθε σοβαρή ενέργεια από την Ελεύθερη Ελλάδα. Στη Μακεδονία μόνο η Εκκλησία και το Σχολείο παρέμειναν ως πόλοι συσπειρώσεως και τονώσεως του Ελληνισμού. Οι πρώτες εκδηλώσεις ενεργού άμυνας άρχισαν από το 1902, στην περιοχή Καστοριάς, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη.
Ο Καραβαγγέλης, ύστερα από μυστική συνάντηση με το Μακεδόνα οπλαρχηγό Κώττα (ο οποίος βρισκόταν στο βουνό με μια ολιγάριθμη ομάδα, διωκόμενος από τους Τούρκους) και λίγο αργότερα με τον καπετάν Βαγγέλη, οργανώνει την πρώτη ένοπλη αντίσταση του μακεδονικού Ελληνισμού κατά των κομιτατζήδων. Με θαρραλέες μαλιστα περιοδείες του αγωνιστή ιεράρχη σε ολόκληρη την περιοχή του, επιτυγχάνεται και η οργάνωση ενός αποτελεσματικού δικτύου πληροφοριών, που, αργότερα, θα βοηθήσει όλα τα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα. Τα σώματα Κώττα και Βαγγέλη, ύστερα από πλούσια εθνική δράση, θα εξοντωθούν σταδιακά από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους, αντίστοιχα.
Κατά το 1903, οι εκκλήσεις από τη Μακεδονία για αποστολή αντάρτικών σωμάτων έγιναν περισσότερο επίμονες και δραματικές. Ο μητροπολίτης Καραβαγγέλης και ο πρόξενος και υποπρόξενος Μοναστηριού Κυπραίος και Ίων Δραγούμης ζητούσαν με εκθέσεις τους την ανάληψη της άμυνας από το επίσημο Ελληνικό Κράτος.
Στις αρχές του 1904, ιδρύθηκε στην Αθήνα από το Δημήτριο Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Εμπρός», το Μυστικό Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο, με σκοπό την οργάνωση και διεξαγωγή της άμυνας. Παράλληλα, αποφασίστηκε η τοποθέτηση ως Γενικών Προξένων, στη Θεσσαλονίκη του Λάμπρου Κορομηλά και στο Μοναστήρι του Δημητρίου Καλλέργη. Το Μάρτιο του ίδιου έτους συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη μεγάλο συλλαλητήριο κατά των βουλγαρικών βανδαλισμών. Παρόμοια συλλαλητήρια έγιναν και στις πόλεις Μοναστήρι, Σέρρες και Δράμα.
Την άνοιξη του 1904, βρίσκονται μόνιμα στη Μακεδονία, οι περισσότερες στη Δυτική Μακεδονία – Μοναστήρι, 20 οργανωμένες βουλγαρικές συμμορίες κομιτατζήδων, συνεχώς αυξανόμενες. Η καθε συμμορία διέθετε δύναμη 150-200 κομιτατζήδες, οι οποίοι δρούσαν σε μικρές Ομάδες, εφαρμόζοντας την τακτική της ενέδρας και γενικά του ανορθόδοξου αγώνα. Απέφευγαν τις συγκρούσεις με τα τουρκικά στρατεύματα και υποστηρίζονταν από τους οπαδούς της ΕΜΕΟ, που ήταν οργανωμένοι σε επαναστατικές επιτροπές στις πόλεις και τα χωριά. Πάντως, σε ολόκληρη τη Μακεδονία, οι οπαδοί της ΕΜΕΟ ήταν, κατά το 1904, περί τις 15 – 20 χιλιάδες.
Τον Αύγουστο του 1904, έφτασαν στη Μακεδονία 3 μικρά σώματα (Μπόλα, Κόκκινου, Καούδη) από την ελεύθερη Ελλάδα. Μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 1904, επισκέπτεται με ψευδώνυμο τη Μακεδονία δύο φορές, για επιτόπια μελέτη της καταστάσεως, ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς (απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων τάξεως 1891). Τη νύχτα 27/28 Αυγούστου, ο Παύλος Μελάς διάβαινε για τρίτη φορά, την ελληνοτουρκική μεθόριο και έφτανε πλέον στη Δυτική Μακεδονία, επικεφαλής, τώρα, σώματος 30 ανδρών, ως αρχηγός των σωμάτων Δυτικής Μακεδονίας. Έτσι, η αποφασιστική επέμβαση του Ελληνικού Κράτους στις Μακεδονικές εξελίξεις έγινε επιτέλους γεγονός.
Στις 30 Αυγούστου 1904, Ο Π. Μελάς και το σώμα του έφτασαν στο Κω- σταράζι Καστοριάς και τις επόμενες ημέρες επισκέφτηκαν τα Ασπρώγια φλώρινας και τις γύρω περιοχές Καστοριάς και φλώρινας. Παντού γινόταν δεκτός με ακράτητο εθνουσιασμό και πολλοί τον ακολουθούσαν ως αντάρτες. Σε όλα τα χωριά οργανώνει ένοπλες ομάδες για την αυτοάμυνά τους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Δυτική Μακεδονία αλλάζει μορφή. Μάχεται γενναία και με επιτυχία κατά των Βουλγάρων, ενώ στους αιχμαλώτους του και τους χωρικούς που είχαν εκτραπεί συμπεριφέρεται με ανδροπρέπεια και υψηλοφροσύνη. Όλες του τις κινήσεις παρακολουθεί ο ύπουλος μηχανισμός του Βουλγαρικού κομιτάτου (ΕΜΕΟ) και επανειλημμένα προδίδεται στις τουρκικές Αρχές.
Στις 12 Οκτωβρίου 1904, το σώμα Μελά βρέθηκε στο χωριό Στάτιστα (σημερινό όνομα Μελάς) των Κορεστίων (περιοχή Βίτσι όρος), όπου και παρέμεινε μέσα σε σπίτια. Τις εσπερινές ώρες της 13 Οκτωβρίου ισχυρό τουρκικό τμήμα έφτασε στη Στάτιστα και αμέσως κύκλωσε τα σπίτια διαμονής των ανδρών του σώματος. Οι προσχεδιασμένες κινήσεις των Τούρκων έδειχναν σαφώς ότι επρόκειτο για προδοσία της ΕΜΕΟ. Ο Μελάς βρέθηκε σε μη αναμενόμενη κατάσταση και πραγματοποίησε τολμηρή έξοδο από το σπίτι που έμενε, για να αντιληφθεί καλύτερα τα συμβαίνοντα. Πριν όμως περάσει την αυλόθυρα, βλήθηκε από τουρκική βολίδα και ύστερα από λίγο εξέπνευσε . Πριν εκπνεύσει, έβγαλε το σταυρό από το λαιμό του και τον έδωσε στο σύντροφό του Πύρζα, με την παράκληση «να δοθεί στη γυναίκα του Ναταλία». Επίσης, ζήτησε «το ντουφέκι του να δοθεί στο γιο του Μίκη». Το νεκρό έθαψαν πρόχειρα έξω από τη Στάτιστα (Μελάς), σε ασφαλές μέρος. Μετά από μερικές ημέρες οι συμπολεμιστές του τον ξέθαψαν για να τον μεταφέρουν στο Μοναστήρι. Όμως, αιφνίδια, στην περιοχή έκανε την εμφάνισή του ένα τουρκικό απόσπασμα, οπότε μη δυνάμενοι να μεταφέρουν ολόκληρο το νεκρό, του έκοψαν το κεφάλι και το έθαψαν με τιμές στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής του Πισοδερίου, μπροστά από την Ωραία Πύλη. Ο θάνατος του Π. Μελά διαδόθηκε ταχύτατα στη Μακεδονία και την ελεύθερη Ελλάδα. Παντού θρηνήθηκε ως εθνικός ήρωας. Η συνταρακτική είδηση του χαμού του, αντί να πτοήσει, χαλύβδωσε τις ψυχές όλων, και πολλοί συνάδελφοί του παρακινήθηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο του προς τη Μακεδονία. Από τη στιγμή εκείνη όλοι οι Έλληνες αντιλήφθηκαν, ότι ζωτικά συμφέροντα του Έθνους διακυβεύονταν στο Μακεδονικό χώρο.
Προς το τέλος του 1904, έφταναν στη Δυτική Μακεδονία αρχικά το σώμα του Ανθυπολοχαγού Κατεχάκη και ακολούθως το σώμα του ομοιοβάθμου του Τσόντου, με ικανότατους οπλαρχηγούς και άνδρες, που ορισμένοι απ’ αυτούς είχαν εκπαιδευτεί στο ειδικό κέντρο της Βουλιαγμένης (Αθηνών) από το 1903. η δράση των σωμάτων αυτών κατά των κομιτατζήδων των περιοχών Φλώρινας – Καστοριάς επέφερε σύγχυση και μεγάλες ζημιές στις τάξεις του βουλγαρικού κομιτάτου, ανησυχία στις τουρκικές Αρχές και εδραίωση του φρονήματος των Μακεδόνων.
Η Εξέλιξη της Ελληνικής Άμυνας στη Μακεδονία κατά τα Έτη 1905 – 1908
Από τις αρχές του 1905, ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία συστηματοποιείται περισσότερο, τόσο από πλευράς πολεμικής τακτικής των σωμάτων, όσο και από πλευράς οργανώσεως της άμυνας των χωριών. Τα σώματα κατά την ημέρα παραμένουν στην ύπαιθρο, σε κατάλληλους μυστικούς χώρους, και, μόνο τη νύχτα, εισέρχονται στα χωριά. Παράλληλα και ταυτόχρονα, ο ελληνικός μηχανισμός της άμυνας των χωριών κινητοποιείται και, από κοινού, λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας.
Αλλά και γενικότερα, από το 1905, ο αγώνας επεκτείνεται στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, με την είσοδο κυρίως από την Ελεύθερη Ελλάδα ανταρτικών σωμάτων υπό αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Τα σώματα αυτά, πυκνούμενα από Μακεδόνες, αντιμετωπίζουν με επιτυχία τόσο τους κομιτατζήδες, όσο και την πολιτική διάρθρωση του βουλγαρικού κομιτάτου, ενώ αποφεύγουν, κατά το δυνατό, τις συγκρούσεις με τον τουρκικό Στρατό. Παράλληλα, πολλοί αξιωματικοί, με άλλη ιδιότητα, αποσπώνται σε όλα τα ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας για να υπηρετήσουν τον αγώνα. Το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης γίνεται, για τις υπόψη περιφέρειες, ουσιαστικό κέντρο οργανώσεως και διευθύνσεις των επιχειρήσεων.
Περί το τέλος του 1905, στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, από τον Όλυμπο – τα Πιέρια – το Βέρμιο – το Καϊμακτσαλάν – το Πάϊκο και μέχρι τη Γευγελή – τις Σέρρες – τη Δράμα και τη Χαλκιδική, δρουν 14 περίπου ελληνικά σώματα, δυνάμεως 10-40 ανδρών, και μέσα στα περισσότερα χωριά ανά 2-10 μυστικοί πολιτοφύλακες.
Το έτος 1906, ο ελληνικός αγώνας συνεχίζεται με μεγαλύτερη δραστηριότητα. Επίκεντρο αυτού γίνεται η λίμνη των Γιαννιτσών (ο Βάλτος όπως λεγόταν), η οποία, λόγω θέσεως, επηρέαζε τον έλεγχο των οδών Θεσσαλονίκης – Βέροιας, Θεσσαλονίκης – Σκύδρας και Βέροιας – Σκύδρας. Το δυτικό μέρος της λίμνης κατείχαν οι κομιτατζήδες, ενώ το ανατολικό, προς το Ζερβοχώρι, οι Έλληνες. Αρχικά, το σώμα του Δεμέστιχα και, στη συνέχεια, των Πραντούνα, Παπατζανετέα και του Υπολοχαγού Τέλου Αγαπηνού (Άγρα), κατάφεραν με σκληρούς αγώνες και σταδιακώς να επιβληθούν και να επηρεάσουν ακόμα και τον αγώνα στις γύρω περιοχές.
Και ενώ στην ύπαιθρο όλα βαίνουν καλώς, επιτακτική παρουσιάζεται η ανάγκη οργανώσεως του αγώνα και στις πόλεις. Η πρώτη συστηματική Οργάνωση πόλεως εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη (υπό τον Ανθυπολοχαγό πεζικού Σουλιώτη – Νικολαΐδη), η οποία την εποχή αυτήν αποτελούσε κέντρο πολιτικού – πολιτιστικού – στρατιωτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος ολόκληρης της Βαλκανικής. Έχοντας η Οργάνωση πρωτότυπη μυστική διάρθρωση και ενεργώντας με εξαιρετική μέθοδο και τρόπους, και χρησιμοποιώντας ακόμα και τη βία – και τις δολοφονίες, πέτυχε την εξάρθρωση της βουλγαρικής δραστηριότητας, τον έλεγχο της πόλεως και την πύκνωση του ελληνικού πληθυσμού της. Παράλληλα οργανωτική εργασία σημειώθηκε και στις πόλεις Μοναστήρι, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα και άλλες.
Στη διάρκεια του 1906, τα ελληνικά σώματα, σε ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία, διεξάγουν σκληρούς αγώνες με τον τουρκικό Στρατό και τις βουλγαρικές τσέτες (συμμορίες), με πολλά ατυχήματα και απώλειες. Στη μεγάλη μάχη της Οσνίτσανης (Καστανόφυτο – περιοχής Νεστορίου Γράμμου), το Μάιο 1906, το σώμα του Ανθυπολοχαγού Βλαχάκη αντιμετωπίζει Τούρκους και Βουλγάρους και μετά από ηρωικό αγώνα φονεύεται ο Βλα- χάκης και ο υπαρχηγός του Πετροπουλάκης (φοιτητής), αφού προξένησαν μεγάλες απώλειες στους αντιπάλους τους και αποδυνάμωσαν γενικότερα το μηχανισμό της ΕΜΕΟ.
Οι κομιτατζήδες και οι πράκτορες τους της ΕΜΕΟ, αδυνατώντας να αντιπαραχτούν προς τα ελληνικά σώματα, χρησιμοποιούν σε πολές περιπτώσεις την προδοσία και τη δολοφονική μάχαιρα. Μέσα στο 1906, οι δολοφονίες κατά απλών Μακεδόνων πολιτών έφτασαν τις 365 έναντι 325 του έτους 1905. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά σώματα αντιμετωπίζουν και έναν τρίτον αντίπαλο, το Ρουμανικό Μακεδονικό Κομιτάτο, που, από το 1905, έχει αναπτύξει δράση στις περιοχές Ολύμπου – Βερμίου – Γρεβενών και Πίνδου, με στόχο της προπαγάνδας του τους Έλληνες βλαχόφωνους.
Τον Ιούλιο του 1906, μη δυνάμενοι να αντιδράσουν κατ’ άλλον τρόπο οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, αρχίζουν τους μεγάλους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, με πρώτο στόχο τη Φιλιππούπολη, το Τατάρ-Παζαρτζίκ, τη Στενήμαχο και την ακρόπολη του Ελληνισμού Αγχίαλο. Οι βανδαλισμοί και οι καταστροφές τους επεκτάθηκαν αργότερα σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία και στη Βουλγαρία και έτσι πολλές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων προσφύγων αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα.
Το έτος 1907, ο ελληνικός αγώνας συνεχίζεται με την ίδια δραστηριότητα. Τα ελληνικά σώματα, ενισχυόμενα και με νέα, προωθούνται βορειότερα, φτάνουν στον Περλεπέ και υπερβαίνουν τη Γευγελή και τη Στρώμνιτσα. Παρόλες όμως τις προόδους, ο ύπουλος μηχανισμός του βουλγαρικού κομιτάτου πέτυχε, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο, να εξοντώσει περί τους 223 Έλληνες και 325 σλαβόφωνους φιλελληνικών τάσεων.
Από τις αρχές του 1908, τα ελληνικά σώματα, δυνάμεως 10-40 ανδρών, βρέθηκαν σε αρκετά πλεονεκτική θέση, τόσο από πλευράς κύρους, γοήτρου και ισχύος, όσο και από πλευράς θέσεων. Η υπεροχή τους έναντι των Βουλγάρων ήταν αισθητή και αναμφισβήτητη. Στη Δυτική Μακεδονία, ο αγώνας συνεχίζεται δραστήρια με αποκορύφωμα τις νικηφόρες συγκρούσεις Ιεροπηγής και Πιπερίτσας (περιοχή Βεύης).
Στις άλλες περιοχές της Μακεδονίας τα ελληνικά σώματα σταθεροποίησαν τα αποτελέσματα των προηγούμενων ετών, ενώ στις πόλεις η ελληνική κυριαρχία έγινε αδιαμφισβήτητη. Το Φεβρουάριο του 1908, δολοφονήθηκε από τους Βουλγάρους ο Θεόδωρος Ασκιτής, διερμηνέας του ελληνικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Η τοπική ελληνική Οργάνωση ανταπέδωσε ακαριαία τη δολοφονική ενέργεια, με πολλά και παρόμοια πλήγματα. Επίσης, κατά το ίδιο έτος 1908, δολοφονήθηκε ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος.
Στις 9 Ιουλίου 1908, έγινε το κίνημα των Νεοτούρκων, το οποίο έθεσε τέρμα στο Μακεδονικό Αγώνα. Οι Βούλγαροι βρήκαν δικαιολογία να καταθέσουν τα όπλα τους, χωρίς να ομολογήσουν την ήττα τους. Κατόπιν αυτών τα ελληνικά σώματα, έχοντας εκπληρώσει τον προορισμό τους, διαλύθηκαν ομαλά.
Οι Πρωτεργάτες του Ένοπλου Αγώνα και οι Απώλειες.
Στον ένοπλο αγώνα του Ελληνικού Έθνους στη Μακεδονία συμμετείχαν:
Ως αρχηγοί σωμάτων, αξιωματικοί 54, υπαξιωματικοί 8 και
ιδιώτες 20.
Ως οπλαρχηγοί, περίπου 75 υπαξιωματικοί και περισσότεροι από 50 ιδιώτες.
Ακαθόριστος αριθμός ομαδαρχών και ανταρτών, από την Ελεύθερη Ελλάδα και τη Μακεδονία.
Για την επιτυχία του μεγάλου εθνικού έργου του Μακεδονικού Αγώνα σκοτώθηκαν:
Από τους αρχηγούς σωμάτων, αξιωματικοί 10, ιδιώτες 5.
Από τους οπλαρχηγούς και ομαδάρχες 55.
Οπλίτες των σωμάτων και άμεσοι συνεργάτες τους (πράκτορες-πληροφοριοδότεςς) 570.
Ακαθόριστος αριθμός λοιπών αγωνιστών από τη Μακεδονία, οι οποίοι με διάφορους άλλους τρόπους συνέβαλαν στην επιτυχία του Αγώνα.
Το μεγαλύτερο φόρο αίματος στο Μακεδονικό Αγώνα, μετά τη Μακεδονία, πλήρωσε η Κρήτη. Υπολογίζεται ότι οι Κρήτες αγωνιστές που έπεσαν ανέρχονται σε 136. Επίσης, στο μεγάλο φόρο του αίματος συνέβαλαν με τη θυσία τους γενναίοι αγωνιστές από τη Μάνη, Μεσσηνία, Αρκαδία, Αθήνα, Ρούμελη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Θράκη, Μ. Ασία και από κάθε γωνία του Ελεύθερου Ελληνισμού.
Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα
Ο Ελληνικός Αγώνας στη Μακεδονία, κατά τα έτη 1904-1908, στέφθηκε από επιτυχία και έσωσε τη Μακεδονία από τη βουλγαρική και σλαβική απειλή. Παράλληλα, ανυψώθηκε το πολεμικό φρόνημα του ελληνικού λαού, που είχε καταπέσει μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και προπαρασκευάστηκε, σε μεγάλο βαθμό, το έδαφος των θριάμβων του ελληνικού Στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913.
Η Μεγάλη Εκκλησία και το Ελληνικό Σχολείο υπήρξαν οι πρώτοι στόχοι της σλαβικής προπαγάνδας και του βουλγαρικού κομιτάτου. Όμως, αντιστάθηκαν με πείσμα και συνέχισαν δραστήρια και σταθερά το εθνοσωτήριο έργο τους. Ιδιαίτερα, η Εκκλησία υπήρξε σανίδα σωτηρίας του γένους και της πίστεως. Η προσφορά της υπήρξε ανυπολόγιστη, το έργο της σωτήριο και η απήχησή της τεράστια.
Ο Ίων Δραγούμης και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ιδεολόγοι και ενθουσιώδεις, υπήρξαν οι κήρυκες και οι απόστολοι της ιδέας της ένοπλης άμυνας, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης και ο Λάμπρος Κορομηλάς, έμπειροι και γνώστες του μεγάλου μακεδονικού προβλήματος, αναδείχτηκαν οι κατ’ εξοχήν οργανωτές της.
Ο Παύλος Μελάς υπήρξε ενθουσιώδης πρωταγωνιστής της Μακεδονικής άμυνας. Ο θάνατος του στο χωριό Στάτιστα (Μελάς) της Καστοριάς αποτέλεσε το σύμβολο του αγώνα και το αίμα του θέρμανε την αλληλεγγύη μεταξύ των ελεύθερων και υπόδουλων Ελλήνων. Γέννησε έκτοτε νέους μάρτυρες, αλλά και ήρωες νέους, για τη συνέχιση του αγώνα και τη σωτηρία του Μακεδονικού Ελληνισμού.
Η ίδρυση του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου, αν και βράδυνε, υπήρξε ορθή λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διασώσεως του Μακεδονικού Ελληνισμού. Η δημιουργία περιφερειακών κέντρων διευθύνσεων του αγώνα σε όλα τα Ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας, καθώς και η επάνδρωσή τους με αξιωματικούς, ήταν επίσης εύστοχη ενέργεια.
Πάντως, πέρα από τις συγκεκριμένες υπηρεσίες φορέων και ατόμων, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η νικηφόρα έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα ήταν αποτέλεσμα των αστείρευτων ηθικών δυνάμεων του Έθνους, και ιδιαίτερα του αγωνιστικού πνεύματος ολόκληρης στρατιάς από ιεράρχες, ιερείς, στρατιωτικούς, δασκάλους, υπαλλήλους και ανθρώπους κάθε κοινωνικής ομάδας, ακόμα και απλούς χωρικούς. Και μεταξύ των προέχουσα θέση στην τιμή και ευγνωμοσύνη του Έθνους έχουν σι εκατοντάδες των πεσόντων, γνωστών και αγνώστων.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι ο Μακεδονικός Αγώνας αποτελεί μια από τις λαμπρότερες και διδακτικότερες πτυχές της νεότερης πολεμικής ιστορίας του Έθνους μας, και ειδικότερα πηγή εμπνεύσεως για τους νέους και προσφοράς υπηρεσιών τους σε δύσκολες και κρίσιμες εθνικές δοκιμασίες, όπως εκείνη του 1904-1908.
Τέλος, κατά κοινή διαπίστωση Ελλήνων και ξένων ιστορικών (Άγγλος D. Dakin), ο Μακεδονικός Αγώνας θα ήταν αδύνατο να επιτύχει τους στόχους του χωρίς την ολόψυχη συμπαράσταση του Ελληνισμού της Μακεδονίας στα γενναία ανταρτικά σώματα. Επίσης, ότι η σημασία του αγώνα εκείνου είναι τόσο σημαντική, όσο και εκείνη του αγώνα της Εθνικής Εποποιίας του 1821, γιατί χάρη σ’ αυτόν, η Ελλάδα κατόρθωσε να σώσει τη Μακεδονία και τον πληθυσμό της και να δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την απελευθέρωσή της κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου